ΠΩΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΑΝ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ;
Μια άλλη διάσταση της Τεσσαρακοστής, μαζί με το τρίπτυχο που αναλύσαμε στα προηγούμενα κείμενα, είναι το πνεύμα μετάνοιας, μεταμέλειας ή καταλλαγής, όροι διάχυτοι σε όλα σχεδόν τα λειτουργικά κείμενα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Μετάνοια, συντριβή, καταλλαγή, είναι έννοιες που τις συναντάμε σε όλες τις μεγάλες θρησκείες. Ο ελληνικός όρος «μετάνοια» έχει περάσει σε όλες τις γλώσσες όταν θέλουν να εξηγήσουν το βιβλικό νόημα αυτής της λέξης. Ο όρος αυτός αποδίδει την έννοια της αλλαγής οδού, της επανόδου, της μεταστροφής.
Μεταχειριζόμαστε τη λέξη «μετάνοια» για να υποδείξουμε και το μυστήριο της εξομολόγησης, έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Στους πρώτους αιώνες όμως, οι εξομολογήσεις, ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές που γνωρίζουμε σήμερα. Είχαν βαθιά, δημόσιο χαρακτήρα και αφορούσαν εκείνους που είχαν διαπράξει πραγματικά σοβαρές αμαρτίες. Τότε, επρόκειτο για πραγματική «μετάνοια» και αποτελούσε πολύ σοβαρή υπόθεση, σε πολλές περιπτώσεις, πολύπλοκη και, σχεδόν πάντα, ταπεινωτική. Εκείνη την εποχή, υπήρχε η πεποίθηση ότι μια καλή μυστηριακή ζωή, που βασίζονταν στο Βάπτισμα και ενισχύονταν από την Αγία Ευχαριστία, θεωρητικά αρκούσε για να δώσει στους πιστούς τη δύναμη να κρατηθούν μακριά από σοβαρές αμαρτίες. Αλλά, από καιρό σε καιρό, ακόμη και οι καλύτεροι χριστιανοί μπορούσαν, δυστυχώς, να κηλιδωθούν από τις πιο απεχθείς αμαρτίες.
Σε αυτή την περίπτωση, η Εκκλησία προέβλεπε τη δυνατότητα να προσφεύγει κανείς στην εξομολόγηση. Μια επιλογή, ωστόσο, που δεν έπρεπε να γίνεται ελαφρά την καρδία, καθώς συνεπαγόταν την ανάγκη, ο αμαρτωλός να εξιλεωθεί για την απιστία του στις υποσχέσεις που είχε δώσει όταν του χορηγήθηκε το βάπτισμα, μέσω μιας μακράς και βαριάς πορείας, η οποία συγχρόνως προϋπέθετε μια σοβαρή και ριζική μεταστροφή.
Υπήρχε η πεποίθηση ότι, για να συμφιλιωθεί, ο αμαρτωλός, πραγματικά με την κοινότητα, έπρεπε να δείξει ότι είχε εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του μέσω μιας πορείας μετάνοιας και μίας ηθικής αγωγής περισσότερο ή λιγότερο μακροχρόνιας. Μερικές φορές, έπρεπε να φορέσει έναν χιτώνα από σακί που φανέρωνε την ιδιότητά του ως μετανοημένου. Σε ορισμένες Επισκοπές, ο αμαρτωλός που μόλις είχε αρχίσει τη διαδικασία εξαγνισμού του, απομακρυνόταν από την κοινότητα των πιστών και υποχρεωνόταν να παρακολουθεί τη λειτουργία στο προαύλιο της εκκλησίας, χωρίς να του επιτρέπεται η είσοδος σε αυτήν. Σταδιακά όμως, όσο περνούσε ο καιρός, του επιτρεπόταν να πλησιάσει την Αγία Τράπεζα μέχρι τη στιγμή που ο Επίσκοπος τον αγκάλιαζε, καλωσορίζοντάς τον πίσω στην κοινότητα και επιτρέποντάς του να ξαναπλησιάσει τη Θεία Ευχαριστία.
Κάτι όμως άλλαζε σιγά σιγά και η αλλαγή επήλθε χάρη στο έργο των Ιρλανδών μοναχών, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει από καιρό να εφαρμόζουν μια νέα μέθοδο εξομολόγησης των αμαρτιών μέσα στα αβαεία τους. Ο ηγούμενος προσέφερε στους μοναχούς που ζούσαν στο μοναστήρι του, τη δυνατότητα να εξομολογούνται κατ’ ιδίαν όλες τις αμαρτίες τους (ακόμη και τις μικρότερες και πιο ελαφρές) και τους υπόσχονταν ότι, δυνάμει του ρόλου του ως ηγουμένου, θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να βοηθήσει τους αδελφούς του να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που τους οδηγούσαν στην αμαρτία.
Σταδιακά, η πρακτική αυτή άρχισε να εξαπλώνεται σε όλα τα ιρλανδικά μοναστήρια. Λίγο αργότερα, η δυνατότητα εξομολόγησης των αμαρτιών με αυτόν τον τρόπο, επεκτάθηκε και στους λαϊκούς πιστούς.
Προς το τέλος του 6ου αιώνα, ο Άγιος Κολουμβάνος έφερε αυτόν τον τρόπο εξομολόγησης στην ηπειρωτική Ευρώπη. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι πιστοί υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό αυτή την καινοτομία! Είναι αυτονόητο: σε όλους άρεσε η προοπτική να μπορούν να ανακουφίσουν τη συνείδησή τους με έναν τρόπο που δεν περιλάμβανε, απαραίτητα, δημόσια ταπείνωση, και, φυσικά, η δυνατότητα εξομολόγησης των ελαφριών λαθών έδινε ακόμη περισσότερους λόγους ανακούφισης από τις ενοχές τους.
Αυτή η νέα μορφή εξομολόγησης δεν επικράτησε παντού ταυτόχρονα. Αρχικά, συνυπήρξε με τη δημόσια εξομολόγηση που ήδη περιγράψαμε. Ωστόσο, από τον 9ο αιώνα, είχε ήδη βρει εφαρμογή η προτιμώμενη τεχνική του κλήρου της Ιταλίας και της Ισπανίας που σταδιακά κατέκτησε και την υπόλοιπη Δύση. Το 1215, κηρύχθηκε η Τέταρτη Σύνοδος του Λατερανού, που διατύπωσε επίσημα την έγκριση της Εκκλησίας πάνω στη νέα αυτή μέθοδο απονομής του μυστηρίου της εξομολόγησης, καλώντας όλους τους πιστούς να την προσεγγίζουν τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.
Τώρα ο τρόπος με τον οποίο πλησιάζουμε σε αυτό το μυστήριο μπορεί να έχει αλλάξει, αλλά η ουσία παραμένει η ίδια. Πρόκειται πάντα για μία πραγματική πορεία μεταστροφής και μετάνοιας. Αν και η Εκκλησία, εξαιτίας της χαλαρότητας της χριστιανικής ζωής, έχει διευκολύνει πάρα πολύ τη διαδικασία της εξομολόγησης των πιστών, η ουσία του μυστηρίου παραμένει πάντα το ίδιο σημαντική. Η εξομολόγηση αποτελεί την τελική πράξη μιας πορείας μεταστροφής και μετάνοιας. Γι’ αυτό δεν πάμε στον εξομολόγο απλά για να του εκμυστηρευτούμε τα προσωπικά μας προβλήματα, αλλά για να εκφράσουμε την ειλικρινή θέληση μεταστροφής μας.
Επειδή είμαστε μέλη ενός σώματος, του σώματος της Εκκλησίας, ακόμη και η πιο κρυφή αμαρτία τραυματίζει αυτό το σώμα. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, η ίδια η κοινότητα, κατά κάποιον τρόπο, να συμμετέχει σε αυτήν την πράξη μετάνοιας. Γι’ αυτό εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας στον ιερέα που εκπροσωπεί με τη σειρά του την κοινότητα.
Και μη ξεχνάμε, πως αυτό το μυστήριο αποτελεί το πασχαλινό δώρο που άφησε ο Αναστημένος Χριστός στην Εκκλησία του. Πράγματι, την ίδια μέρα της Ανάστασης εμφανίστηκε στους Αποστόλους και: «… φύσηξε πάνω τους και τους είπε: “Λάβετε Πνεύμα Άγιο. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες» (Ιωάννης 20, 22-23).
+ Ιωάννης Σπιτέρης