ΠΟΙΟΣ ΕΦΗΥΡΕ ΤΗ ΛΕΞΗ «ΑΓΑΠΗ»;
Τι είναι αυτό που το λέμε αγάπη;
Διάβασα σε «επιστημονική» σελίδα στο διαδίκτυο: «Το ρήμα αγαπώ το βρίσκουμε τόσο στον Όμηρο όσο και στον Πλάτωνα. Ωστόσο, η ‟αγάπη” σαν ουσιαστικό δεν μας προκύπτει παρά μόνο τον 3ο αιώνα π.Χ.». Το πρώτο μέρος της φράσης αληθεύει, το δεύτερο μέρος όμως είναι εντελώς ψευδές. Η χιλιοειπωμένη αυτή λέξη δημιουργήθηκε από τους ιερούς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης τον Α’ μ. Χ. αιώνα.
Η αγάπη αποτελεί την καρδιά της χριστιανικής αποκάλυψης. Μας οδηγεί κατευθείαν στο μυστήριο της Αγίας Τριάδας, μας ανοίγει ένα παράθυρο για να κατανοήσουμε το μυστήριο της ενσάρκωσης, της ζωής και του θανάτου του Ιησού Χριστού, μας φανερώνει το μυστήριο της χριστιανικής μας ύπαρξης και διατυπώνει τον υπέρτατο κανόνα: «Ο Θεός είναι αγάπη και όποιος παραμένει στην αγάπη, αυτός παραμένει ενωμένος με τον Θεό και ο Θεός παραμένει ενωμένος μαζί του» (Α’ Ιωάννη 4: 16).
Αλλά για ποια αγάπη μιλάμε; Και κυρίως αυτή η ελληνική λέξη «ΑΓΑΠΗ» πότε άρχισε να χρησιμοποιείται, και από ποιους και με ποια ακριβώς έννοια;
Πρώτα απ’ όλα όμως, είναι απαραίτητο να κάνουμε μια αναφορά στους διάφορους όρους που χρησιμοποιεί η αρχαιοελληνική γλώσσα με σκοπό να δηλώσει την πραγματική έννοια της αγάπης.
Λίγη ετυμολογία: Ελληνικό λεξιλόγιο για την αγάπη.
Για να εκφράσουν την πραγματικότητα της αγάπης, οι Εβραίοι (Παλαιά Διαθήκη) διέθεταν μόνο τον όρο «héséd» που σημαίνει καλοσύνη, τρυφερότητα, ευσπλαχνία. Το ρήμα «αγαπώ» αντιστοιχεί στην εβραϊκή λέξη «ahab».
Η κλασική ελληνική γραμματολογία, από την άλλη πλευρά, διαθέτει τέσσερα ρήματα για να εκφράσει αυτήν την πραγματικότητα:
(α)- «Στέργω». Υποδηλώνει κυρίως την αμοιβαία αγάπη μεταξύ γονέων για τα παιδιά, την στοργή.
β)-«Ἐράω», ποθώ. Από το ρήμα αυτό προέρχεται η λέξη «ερως», «εραστής», όροι στους οποίους περιλαμβάνεται η ιδέα του ερωτικού πάθους.
γ)- «Φιλέω». Το ρήμα αυτό υποδηλώνει τη φιλική σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων, και από αυτό προέρχεται η λέξη «φίλος».
δ)- «Ἀγαπάω». «Λέγεται από πρόσωπα που συμπεριφέρονται με αφοσίωση, με τρυφερότητα και με θαυμασμό» (Liddell&Scott). Αυτό είναι το ρήμα από το οποίο οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης σχημάτισαν τη λέξη «Αγάπη» για να δηλώσουν μία εντελώς νέα πραγματικότητα, την οποία αγνοούσαν οι κλασικοί Έλληνες συγγραφείς και η οποία είναι η θεϊκή αγάπη.
Το ουσιαστικό «αγάπη» και πολύ περισσότερο η έννοια αυτής της λέξης, είναι άγνωστη στους κλασικούς Έλληνες συγγραφείς.
Είναι τόσο νεοφανής η πραγματικότητα που ήθελαν να εκφράσουν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, ώστε αναγκάστηκαν να εφεύρουν μια νέα λέξη, ακριβώς δηλαδή τον όρο ΑΓΑΠΗ, διότι ο ίδιος ο Θεός είναι αγάπη, ο ίδιος ο Θεός αγαπά τα πλάσματά του, και κυρίως τον άνθρωπο, και οι άνθρωποι με τη σειρά τους ανταποκρίνονται στην αγάπη του, αγαπώντας ο ένας τον άλλον. Σήμερα, όλα αυτά μπορούν να φαίνονται δεδομένα, αλλά για τη φιλοσοφία και, εν γένει για την κουλτούρα της εποχής που γράφτηκαν τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, ήταν εντελώς άγνωστα.
Γι’ αυτό, για να κατανοήσουμε το νέο και επαναστατικό νόημα που δίνεται στον όρο «αγάπη» από τη Βίβλο και τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τι δίδασκε η ελληνική φιλοσοφία για τη σχέση του Θεού με τους ανθρώπους και των ανθρώπων με τον Θεό.
1) Ο Θεός δεν αγαπά ούτε τον κόσμο ούτε τους ανθρώπους.
Για τους Έλληνες φιλοσόφους, ο Θεός είναι το Υπέρτατο Αγαθό, υπέρτατα αξιαγάπητος και επιθυμητός. Αλλά ο ίδιος, όντας υπέρτατα ευτυχισμένος, δεν έχει ανάγκη να αγαπάει. Στην πραγματικότητα, όσον αφορά στον Θεό, η αγάπη θα σήμαινε «πενία» (φτώχεια, ανάγκη, έλλειψη). Πράγματι, γι’ αυτούς τους φιλοσόφους, το να αγαπάς σημαίνει να βγαίνεις από τον εαυτό σου και να ξεχύνεσαι σε κάποιον άλλον. Ο Θεός όμως, είναι ουσιαστικά ακίνητος αν και αεικίνητος (ο «κινούν ακίνητος» του Αριστοτέλη). Το χαρακτηριστικό του δεν είναι η αγάπη, αλλά η «απάθεια», η αδιαφορία. Ο Θεός ως μονάδα είναι κλεισμένος στον εαυτόν του, σε μια αιώνια μακαριότητα και δεν έχει καμία προσωπική σχέση με τα πλάσματά του.
2) Ο άνθρωπος τείνει προς τον Θεό και τον επιθυμεί από ανάγκη της φύσης, όχι από αγάπη.
Ο Θεός των φιλοσόφων αντιλαμβάνεται ως Εκείνος που κινεί τα πάντα προς τον εαυτό του κατ’ ανάγκη, άρα και τον άνθρωπο. Στην περίπτωση αυτή, η αγάπη για τον Θεό σαφώς δεν μπορεί να υπάρξει, διότι λείπει μία από τις απαραίτητες προϋποθέσεις, δηλαδή η ελευθερία. Η αγάπη προς τον Θεό για την οποία μιλάει ο Αριστοτέλης δεν είναι ελεύθερη επιλογή, αλλά οντολογική αναγκαιότητα.
3) Η ευτυχία δεν συνίσταται στην αγάπη.
Το να αγαπάς, λένε οι Έλληνες φιλόσοφοι, σημαίνει να τείνεις προς την τελειότητα, αλλά το ιδανικό της τελειότητας είναι ο Θεός που είναι τέλειος στον εαυτό του, είναι δηλαδή αυτάρκης. Άρα η τελειότητα δεν συνίσταται στην αγάπη αλλά στην «αυτάρκεια» και κατ’ επέκταση στην «απάθεια». Μόνον έτσι μπορεί κανείς να μιμηθεί τον Θεό.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
Η Αγία Γραφή βρίσκεται, ακριβώς, στον αντίποδα αυτού του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Πράγματι, κυρίως η Καινή Διαθήκη μας διδάσκει:
- Η αγάπη είναι μια ύψιστη θεϊκή πραγματικότητα, διότι «ο Θεός είναι αγάπη» (Α’ Ιωάννη 4:16). Ο Θεός όχι μόνο «έχει» αγάπη, αλλά ο ίδιος είναι η «Αγάπη». Η αγάπη, επομένως, εκφράζει το ίδιο το μυστήριο του Θεού.
- Αν ο άνθρωπος αγαπά τον Θεό, αυτή η «αγάπη προέρχεται από τον Θεό» (Α΄ Ιωάννη 4:7). Ο Αγ. Ιωάννης διδάσκει τη θεϊκή προέλευση και τον θεϊκό χαρακτήρα της αγάπης, αλλά και την αδυναμία του ανθρώπου να την επιτύχει με τις δικές του δυνάμεις. Η θεϊκή αγάπη, επομένως, είναι μια δωρεά του Θεού και όχι μια μεταφυσική αναγκαιότητα.
- Η ευτυχία, δηλαδή η σωτηρία, συνίσταται στην αγάπη.
Για τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, η αιώνια ζωή, άρα η μακαριότητα, συνίσταται στη σχέση που ο Θεός θέλησε να δημιουργήσει με τον άνθρωπο αποκαλύπτοντας την αγάπη του για εμάς (Βλ. Ιωάννη 17:3). Η δωρεά του Υιού του φανερώνει όλο το μεγαλείο αυτής της αγάπης (Βλ. Ιωαννη 3:16). Ο άνθρωπος μιμείται τον Θεό μόνο αγαπώντας. Σύμφωνα με την Επιστολή του Ψευδοβαρνάβα (άγνωστος συγγραφέας μεταξύ του 70 και 132 μ.Χ.): «Δημιουργηθήκαμε για να αγαπάμε επειδή είμαστε τέκνα της αγάπης, αυτή είναι η ευτυχία μας».
Η χριστιανική ηθική συνοψίζεται σε μια λέξη: Αγάπη, πράγματι «Η αγάπη είναι η εκπλήρωση όλου του νόμου» (Ρωμαίους 13: 10).
Έχουμε κάνει τόσο δύσκολη και περίπλοκη τη χριστιανική ζωή, πολλαπλασιάζοντας τους νόμους, τις απαγορεύσεις και τις παραδόσεις. Όμως, ένας είναι ο νόμος από τον οποίον όλα τα άλλα, στη χριστιανική ζωή, πηγάζουν: η Αγάπη. Ένα είναι το βέβαιο: μπορούμε να τηρήσουμε με «θρησκευτική ευλάβεια» όσες νηστείες υπάρχουν κατά την διάρκεια του έτους, να ανάψουμε τόνους κεριά στις εικόνες… αλλά «αν δεν έχω αγάπη είμαι ένα τίποτα» επαναλαμβάνει ο Απόστολος Παύλος.
«Και αν έχω το χάρισμα της προφητείας και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και κάθε γνώση και εάν κατέχω όλη την πίστη ώστε να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι τίποτα. Και αν πουλήσω όλα τα υπάρχοντά μου και εάν παραδώσω το σώμα μου, για να μπορώ να καυχηθώ, αλλά δεν έχω αγάπη, τίποτα δεν ωφελούμαι» (Α’ Κορινθίους 13: 2-3).
+ Ιωάννης Σπιτέρης