Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΦΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ
«Οι Εκκλησίες μας ακούνε την κραυγή «εκείνων που είναι κουρασμένοι και καταπιεσμένοι» (Μτ. 11,28), θύματα βίας και φανατισμού, διακρίσεων και διώξεων, κοινωνικής αδικίας, φτώχιας και πείνας, και τολμηρά βάζουμε το λυχνάρι “πάνω στο μόδιο” (Μτ. 5,15) ενώπιοντης τραγικής απόρριψης του σεβασμού για την ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου».
Με αυτή την οδυνηρή διαπίστωση ξεκινά το οικουμενικό μήνυμα που ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, Βαρθολομαίος απέστειλε στον Πάπα Φραγκίσκο, μέσω της αντιπροσωπείας του πατριαρχείου, όπως ορίζει η παράδοση, στη Ρώμη για την επίσημη ημέρα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και σήμερα παραλήφθηκε από το Βατικανό.
«Επανερχόμαστε προς εσάς αδελφικά, με έναν εορταστικό χαιρετισμό, ασπαζόμενοι την Αυτού Αγιότητά σας, με ένα άγιο φιλί και προσευχόμενοι ο Κύριος της δόξας να σας ενδυναμώνει για το καλό της Εκκλησίας και για την ένωση των χριστιανών, όπως επίσης και προς όφελος μιας τόσο ανήσυχης ανθρωπότητας», γράφει ο Βαρθολομαίος, θυμίζοντας «με αισθήματα στοργής και βαθιάς ευγνωμοσύνης» τη συνάντηση με τον Πάπα στις 16 του περασμένου Απριλίου στο νησί της Λέσβου.
Μια ευκαιρία «για να υποστηρίξουμε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, ενθαρρύνοντάς τους και δίνοντάς τους ελπίδα», αλλά και για να επιβεβαιώσουμε «την ανάγκη να διασφαλιστεί μια ειρηνική επίλυση στην μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του οποίου θύματα υπήρξαν ένας ατέλειωτος αριθμός ανθρώπων, ανάμεσά τους και χριστιανικοί πληθυσμοί της Ανατολής».
Σύμφωνα με τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, «η σημερινή κρίση των προσφύγων και των μεταναστών κατέδειξε την ανάγκη τα ευρωπαϊκά έθνη να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με βάση τις αρχαίες χριστιανικές αρχές της αδελφοσύνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αναγνωρίζουμε ότι ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αναφορά στις χριστιανικές ρίζες του και ότι το μέλλον του δεν μπορεί να είναι αυτό ενός πλήρως εκκοσμικευμένου ή υποκείμενου στον οικονομισμό και σε διάφορες μορφές φονταμενταλισμού».
«Η “κουλτούρα της αλληλεγγύης” που τροφοδοτείται από το χριστιανισμό δεν διατηρήθηκε δια μέσου της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης, του διαδικτύου και της παγκοσμιοποίησης» δηλώνει ο Βαρθολομαίος, προσθέτοντας: «Κανένας δεν τιμά την ανθρωπότητα που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού όσο η Εκκλησία του Χριστού… γι’ αυτό και ο λόγος της Εκκλησίας είναι και θα παραμένει στους αιώνες μια παρέμβαση για το καλό της ανθρωπότητας και της ελευθερίας της η οποία της δόθηκε από το Θεό».
Ο ορθόδοξος ηγέτης λέει πεπεισμένος «ότι οι κοινές δυνάμεις μας και οι πρωτοβουλίες μας σχετικά με τις παγκόσμιες προκλήσεις του σήμερα, θα συνεχιστούν επειδή αποτελούν μια καλή μαρτυρία για την Εκκλησία του Χριστού στην υπηρεσία της ανθρωπότητας και του κόσμου, και ταυτόχρονα δηλώνουν και ενδυναμώνουν την πνευματική μας ευθύνη απέναντι στις σημερινές προκλήσεις για το καλό του χριστιανικού κόσμου και ολόκληρης της ανθρωπότητας».
Το Μήνυμα επικροτεί επίσης και την εγκύκλιο επιστολή Laudatosiη οποία «ευγενικά έκανε αναφορά στις οικολογικές πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως επίσης και στην έμφαση που δίνουμε στις πνευματικές και ηθικές ρίζες της οικολογικής κρίσης, σε συνδυασμό με την ανάγκη για μετάνοια, τη ριζική αλλαγή της στάσης και της συμπεριφοράς για την επίλυσή της».
«Αγιότατε και αγαπητέ αδελφέ – συνεχίζει η επιστολή – υπήρξαμε ευλογημένοι ως θεματοφύλακες των πολύτιμων παραδόσεών της θείας αγάπης και της ανθρώπινης φιλανθρωπίας, καθώς και κληρονόμοι της αλήθειας που θεμελιωδώς ανήκουν στα ανθρώπινα όντα ως πολίτες του κόσμου και πολίτες του ουρανού, τα οποία έχουμε το καθήκον να διατηρήσουμε στη ακεραιότητά τους».
«Οι προσπάθειές μας τροφοδοτήθηκαν από αυτή την ανεξάντλητη πηγή για την πρόοδο της πορείας προς την επιθυμητή ενότητα των Εκκλησιών μας», δηλώνει ο Βαρθολομαίος. «Ο διάλογος που συνεχίζεται μεταξύ της ορθόδοξης Εκκλησίας και της αγιοτάτου Εκκλησίας της Ρώμης είναι ένα πλαίσιο που παράγει θεολογική γνώση, οικουμενική ελπίδα και αμοιβαίο εμπλουτισμό».
Τέλος, ο οικουμενικός Πατριάρχης ζήτησε στον Πάπα να προσευχηθεί ώστε οι αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της ορθόδοξης Εκκλησίας, που μόλις τελείωσε στην Κρήτη, «να δώσουν μια γόνιμη συγκομιδή εν Πνεύματι Αγίω, προς δόξα του Ενός και αδιαίρετου Τριαδικού Θεού, παραμένοντας με βαθιά αγάπη και ιδιαίτερη εκτίμηση στον Κύριο».