Ο ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΤΗΝΟ
ΟΠΩΣ θα ήταν αφύσικο για τον όποιον Έλληνα να ακούσει το όνομα του νησιού της Τήνου και να μην πάει αμέσως ο νους του στην Εικόνα της Μεγαλόχαρης, άλλο τόσο αφύσικο θα ήταν να νομίσει ο επισκέπτης πως η Τήνος περιορίζεται μόνο σ’ ένα προσκύνημα, αγνοώντας την ιστορία του νησιού, τα όμορφα χωριά του, τον ποικιλόμορφο πολιτισμό του, τη συμβολή του στην ανάπτυξη της τέχνης, τη βαθιά θρησκευτικότητα των κατοίκων του και την ύπαρξη της Καθολικής Εκκλησίας της Τήνου. Πράγματι, η ιστορική φυσιογνωμία της Τήνου είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την παρουσία της Καθολικής Εκκλησίας, από το Μεσαίωνα και μετά.
Το χωριό Ξυνάρα, έδρα του επισκόπου των Καθολικών.
Πιο συγκεκριμένα, η Καθολική Εκκλησία ξεκίνησε την ύπαρξή της στο χώρο των Κυκλάδων μετά τον κατακερματισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σε μικρά κρατίδια από τους σταυροφόρους της 4ης σταυροφορίας. Η Τήνος και η Μύκονος περιήλθαν στους δύο Βενετσιάνους αδελφούς, τον Ανδρέα και τον Ιερεμία Γκίζη, στα 1207 και στην Τήνο έθεσαν τις βάσεις για ένα οικογενειακό κρατίδιο που έμελλε να αναπτυχθεί μέσα στο 13ο και το 14ο αιώνα απ’ τους κληρονόμους και διαδόχους τους. Σ’ αυτούς οφείλεται και η ίδρυση της Λατινικής Επισκοπής Τήνου και Μυκόνου.
Πράγματι, προς το τέλος του 13ου αιώνα αναφέρεται το πρώτο όνομα Λατίνου Επισκόπου Τήνου και Μυκόνου. Γι’ αυτόν δεν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο από το όνομά του (Βονιφάτιος), αλλά πριν απ’ αυτόν πρέπει να υπήρξαν και ένας – δύο άλλοι, ένας απ’ τους οποίους ήταν Έλληνας, όπως έμμεσα μαρτυρούν τα υπολείμματα της επιτύμβιας επιγραφής του. Η βυζαντινή επισκοπή καταργήθηκε και μέρος της περιουσίας της περιήλθε στη λατινική επισκοπή, ενώ ο Λατίνος επίσκοπος ανέλαβε τη διοικητική ευθύνη για όλους τους υπηκόους των Γκίζηδων και στα δύο νησιά. Από τότε μέχρι σήμερα η διαδοχή καθολικών επισκόπων σ’ αυτή την επισκοπική έδρα είναι συνεχής και χωρίς διακοπές. Πρόσφατα, μάλιστα, στις 4 Ιουλίου 1993, χειροτονήθηκε ο π. Νικόλαος Πρίντεζης αρχιεπίσκοπος Νάξου -Τήνου, 43ος σ’ αυτή τη σειρά επισκόπων.
Αντίθετα με ό,τι συνέβηκε στα περισσότερα φραγκοκρατούμενα μέρη της Ελλάδας, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ακολούθησε τη λατινική λατρεία. Δεν είναι γνωστός ούτε ο ρυθμός ούτε ο τρόπος της προσέλευσης των κατοίκων στην Καθολική Εκκλησία. Εκείνο, όμως, που είναι βέβαιο είναι ότι οι καθολικοί της Τήνου δεν προέρχονται από την αριστοκρατική τάξη κάποιων ξενόφερτων φεουδαρχών που οχυρώθηκαν μέσα στα κάστρα τους, όπως συνέβη σε άλλα κυκλαδονήσια, αλλά στην πλειονότητά τους ήταν φτωχοί γεωργοί και κτηνοτρόφοι, κάτοικοι μικρών χωριών, είτε ντόπιοι είτε Έλληνες μετανάστες που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο νησί προς το τέλος του 15ου αιώνα από άλλες ελληνικές χώρες, όπως απ’ την Πελοπόννησο, τη Χαλκιδική, γειτονικά νησιά, ακόμη και την Ήπειρο, για να γλιτώσουν από την τουρκική βαρβαρότητα. Στα νησιά αυτά βρήκαν καταφύγιο, ασφάλεια και προστασία και σίγουρα δεν θα ήταν κάποιες θεωρητικές δογματικές διαφορές (ακατανόητες σ’ αυτούς) που θα τους εμπόδιζαν να ασπαστούν την Καθολική Εκκλησία, όταν, κάνοντας κάτι τέτοιο, μπορούσαν να εξασφαλίσουν το μέλλον τους. Αυτοί δεν μίσησαν τους φράγκους κατακτητές όπως έκαμαν άλλοι συμπατριώτες τους, που υπέστησαν τα πάνδεινα από τους εισβολείς, αλλά είδαν στους Βενετσιάνους, που για λόγους ευνόητους είχαν κάθε λόγο να είναι φιλόξενοι, τους χριστιανούς προστάτες τους. Πάντως, οι συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν καθολικοί δεν έχουν διευκρινιστεί ιστορικά.
Έτσι, αν και καθολικοί, δεν απαρνήθηκαν το παρελθόν τους ούτε υπήρχε κανένας λόγος να το κάνουν. Διατήρησαν τη γλώσσα τους στην τοπική διάλεκτο και προφορά, τις πατροπαράδοτες αρχαίες ελληνικές και βυζαντινές εκφράσεις τους, τα πανάρχαια τοπωνύμια, τα ήθη και τα έθιμά τους, ιδιαίτερα τα θρησκευτικά. Αν εξαιρέσουμε τις επίσημες ακολουθίες, στις οποίες ήταν υποχρεωτική η χρήση της λατινικής γλώσσας, όλες οι άλλες τελετές, ακολουθίες και ευλάβειες γίνονταν (και συνεχίζουν να γίνονται) στα ελληνικά, και μάλιστα στην τοπική τους διάλεκτο. Διατήρησαν και διατηρούν τις εκκλησιές και τα εξωκκλήσια τους όπως τα παρέλαβαν από τους προγόνους τους, αφιερωμένα στους ίδιους αγίους, και το εορτολόγιό τους έχει περισσότερη σχέση με εκείνο της ανατολικής Εκκλησίας, παρά με το δυτικό.
Αλλά και όσοι έμειναν ορθόδοξοι δεν εμποδίστηκαν στο να διατηρήσουν την πίστη τους. Αυτό όχι μόνο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν άλλαξε δόγμα, αλλά και από το γεγονός ότι διατήρησε τις επαφές τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έστω και αν δεν επιτρεπόταν από τις βενετικές αρχές η εγκατάσταση ορθοδόξου ιεράρχη στην Τήνο και σε κάποια διοικητικά θέματα την ευθύνη την είχε ο καθολικός επίσκοπος, οι πνευματικοί δεσμοί με το Πατριαρχείο διατηρήθηκαν συνεχώς (εκτός, ίσως, από τις περιόδους κρίσεως), με επισκέψεις και χειροτονίες. Το ίδιο το Πατριαρχείο, πιθανώς για να διατηρήσει αυτή την καλή επαφή, δεν ονόμασε ποτέ κάποιον ορθόδοξο επίσκοπο Τήνου σε όλο το διάστημα της βενετοκρατίας (1207-1715), έστω και ως έξαρχο, με έδρα σε κάποιο γειτονικό νησί. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστούν οι ιδιαίτερα καλές σχέσεις που υπήρξαν ανάμεσα στους πιστούς των δύο δογμάτων, κατά τη διάρκεια όλης της βενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας, μέχρι που δημιουργήθηκαν στο νησί πολιτικές και κομματικές φατρίες. Από τότε όλες οι κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις έπαιρναν χαρακτήρα δογματικό και δημιουργούνταν θρησκευτικές αντιπαλότητες με εκατέρωθεν παρεκτροπές.
Ο κλήρος
Στο τέλος του 16ου αιώνα, από τότε που έχουμε συνεχείς μαρτυρίες για την ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας της Τήνου, όλος ο καθολικός κλήρος είναι ντόπιος. Κάποιοι απ’ αυτούς, που είχαν την οικονομική δυνατότητα, πήγαιναν και σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας ή σε ιερατικές σχολές της Βενετίας και της Ρώμης. Γυρίζοντας πίσω, κοντά στα ιερατικά τους καθήκοντα ασκούσαν και τα εκπαιδευτικά: συγκέντρωναν τα παιδιά και τους νέους και τους δίδασκαν ανάγνωση, γραφή, γεωγραφία, ιστορία, μαθηματικά και την ιταλική γλώσσα, που ήταν απαραίτητη τόσο επιτόπου όσο και για το εμπόριο. Η Τήνος μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα είχε διατηρήσει στενές εμπορικές σχέσεις με όλες τις μεγάλες αγορές της Αδριατικής. Μέχρι που ιδρύθηκαν τα πρώτα δημόσια σχολεία στην Τήνο, μετά το 1821, η Καθολική Εκκλησία του νησιού είχε στην ευθύνη της επτά τέτοια σχολεία, που λειτουργούσαν στα μεγάλα χωριά του νησιού.
Έχουν γραφτεί στο παρελθόν πολλά για την απουσία των καθολικών των Κυκλάδων στον εθνικό αγώνα του 1821. Όσα γράφτηκαν ποτέ δεν εξακριβώθηκαν από έρευνες στα αρχεία των καθολικών επισκοπών, ώστε η παρουσίαση του θέματος να είναι αντικειμενική. Για τους καθολικούς της Τήνου, η αλήθεια είναι η εξής: Η καθολική κοινότητα του νησιού, ως καθολική κοινότητα, δεν συμμετείχε στην επανάσταση μιας εξαρχής, για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ο γενικός φόβος που διακατείχε όλους γενικά τους νησιώτες για τα τουρκικά αντίποινα. Ο δεύτερος λόγος είναι πως διάφοροι τοπικοί παράγοντες εμφάνιζαν την επανάσταση και ως θρησκευτική και απειλούσαν τους καθολικούς με διωγμό, μόλις η επανάσταση επικρατούσε. Τελικά, η πρώτη ελληνική κυβέρνηση έδωσε εγγυήσεις, με επιστολή του υπουργού των Θρησκευτικών Γρηγορίου Δικαίου Παπαφλέσσα, ότι ο αγώνας είναι εθνικός και απελευθερωτικός και ότι το θρησκευτικό δόγμα δεν αποτελούσε κριτήριο για την εθνικότητα των πολιτών στο νέο ευνομούμενο κράτος. Από τη στιγμή εκείνη, η συμμετοχή των καθολικών της Τήνου ήταν γενική, τόσο με χρηματικές συνεισφορές όσο και με τη συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Το χωριό Λουτρά και η Γαλλική Σχολή Ουρσουλινών κατά τον Μεσοπόλεμο. (Φωτ. Στ. Γ. Φιλιππότης).
Ανάλογη ήταν η συμμετοχή των καθολικών της Τήνου σε όλους τους κατοπινούς αγώνες του έθνους. Ως Καθολική Εκκλησία, αλλά και ως πολίτες, οι καθολικοί κάτοικοι του νησιού δεν υστέρησαν σε συνεισφορά αίματος, αγώνα και θυσιών για το καλό της πατρίδας τους, μέχρι και στον τελευταίο πόλεμο και στην Εθνική Αντίσταση.
Η Εκκλησία σήμερα
Σήμερα η Καθολική Εκκλησία της Τήνου αποτελεί μαζί με τη Νάξο, την Άνδρο και τη Μύκονο (όπου ο αριθμός των καθολικών περιορίστηκε σε μερικές δεκάδες πιστούς) μια Αρχιεπισκοπή, από το έτος 1918, οπότε και η επισκοπή Τήνου ενώθηκε με την αρχιεπισκοπή Νάξου και ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος Νάξου – Τήνου έχει τη μητροπολιτική ευθύνη για τις καθολικές εκκλησίες και κοινότητες όλου του Αιγαίου.
Στην Τήνο υπάρχουν σήμερα 23 καθολικές ενορίες τις οποίες εξυπηρετούν ποιμαντικά ντόπιοι καθολικοί ιερείς, βοηθούμενοι από τους ιερομόναχους Ιησουίτες που έχουν το μοναστήρι τους στο χωριό Λουτρά. Οι καθολικές ενορίες υπάρχουν στην πόλη της Τήνου και στα χωριά Στενή, Μυρσίνη, Κέχρο, Ποταμιά, Κουμάρο, Βωλάξ, Σκαλάδο, Κρόκο, Λουτρά, Ξυνάρα, Κάμπο, Σμαρδάκιτο, Ταραμπάδο, Καρδιανή, Κτικάδο, Περάστρα, Κώμη, Αγάπη, Κ. Κλείσμα, Αετοφωλιά, Καρκάδο και Καλλονή. Σε κάθε χωριό υπάρχει ένας ενοριακός ναός, συνήθως τρίκλιτος. Όλοι οι ενοριακοί ναοί ανεγέρθηκαν στη σημερινή τους μορφή πάνω σε παλαιότερους, μέσα στο δεύτερο μισό του 18ου αι. και το πρώτο μισό του 19ου. Κάθε ενορία έχει κάποια παρεκκλήσια και πολλά ιδιωτικά και ενοριακά εξωκκλήσια (ο συνολικός τους αριθμός πλησιάζει τις τρεις εκατοντάδες). Σε όλες σχεδόν τις ενορίες υπάρχει ενοριακό πνευματικό κέντρο, για τις συγκεντρώσεις των ενοριτών και τις συναντήσεις της νεολαίας.
Στο χωριό της Ξυνάρας υπάρχει ο καθεδρικός ναός της Τήνου, αφιερωμένος στην Παναγία του Ροδαρίου, χτισμένος εκεί όπου, κατά πάσα πιθανότητα, βρισκόταν ο καθεδρικός ναός του Αγ. Θεοδώρου, της βυζαντινής εποχής. Στα χρόνια των Γκίζηδων και της βενετοκρατίας χρησιμέυσε ως καθεδρικός ναός μια παλιά ενο-ιακή εκκλησία μέσα στην πόλη του Κάστρου, αφιερωμένη στην Παναγία. Όταν οι Τούρκοι την κατεδάφισαν, στα 1715, οι καθολικοί της Τήνου ανέγειραν νέο καθεδρικό ναό, έξω από τα τείχη του κάστρου, στο ερειπωμένο πια χωριό του Εξωμπούργου, ο οποίος αφιερώθηκε στον Αγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο. Όταν το χωριό Εξώμπουργο εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του και ερήμωσε, τότε ο νέος καθεδρικός ναός ανεγέρθηκε στο χώρο της επισκοπής, όπου δηλαδή υπήρχε η κατοικία του εκάστοτε επισκόπου Τήνου, στη δεκαετία 1860-70. Η Καθολική Εκκλησία της Τήνου συνεχίζει την ιστορική της πορεία και σήμερα, πιστή στις παραδόσεις που παρέλαβε από τις προηγούμενες γενεές και ανοικτή σε κάθε μορφής «σημείο των καιρών», ώστε ως τοπική Εκκλησία να μπορεί να παίξει το ρόλο που της εμπιστεύθηκε η Θεία Πρόνοια και στο παρόν και στο μέλλον, προσφέροντες τις υπηρεσίες της σ’ αυτό τον τόπο.
Τα καθολικά μοναστήρια
π. Μάρκος Φώσκολος
ΜΕΧΡΙ το 1660 δεν υπήρχαν στην Τήνο οργανωμένα καθολικά μοναστήρια. Οι Τηνιακοί που επιθυμούσαν να ακολουθήσουν το μοναχικό βίο ή εγκατέλειπαν την Τήνο ή αναγκάζονταν να ζουν ένα ιδιόμορφο, ως επί το πλείστον, μοναχισμό, όπως τον επιθυμούσαν οι ίδιοι, εμπνεόμενοι από το μοναχισμό μεγάλων αγίων της Δύσης, όπως του Αγ. Φραγκίσκου. Στα 1660 οι Βενετοί επέτρεψαν να λειτουργήσει στην Τήνο το πρώτο μοναστήρι. Ήταν εκείνο των Ιησουιτών. Το μοναστήρι τους δεν ήταν παρά ένα σπίτι, δίπλα σε μια παλιά ιδιωτική εκκλησία που τους χάρισαν, μέσα στην πόλη του Κάστρου. Μετά την καταστροφή της πόλης από του Τούρκους αναγκάστηκαν να οικοδομήσουν ένα νέο και αυτό στο Εξώμπουργο. Αλλά και αυτό το εγκατέλειψαν, στα μέσα του 19ου αιώνα, για να εγκατασταθούν σε ένα νεότερο, και πλήρως οργανωμένο, στο χωριό Λουτρά, όπου κατοικούν και εργάζονται μέχρι σήμερα.
Το δεύτερο καθολικό μοναστήρι που ιδρύθηκε στην Τήνο ήταν των Φραγκισκανών, στα 1700. Οι μοναχοί του Αγ. Φραγκίσκου μπόρεσαν να εγκατασταθούν χάρη στις δωρεές ενός πλούσιου γιατρού από τη Μάλτα, που βρισκόταν από χρόνια επιτόπου. Έκτισαν την Εκκλησία και το μοναστήρι στη μέση ενός οροπεδίου, τρία χιλιόμετρα έξω από τα τείχη τον Κάστρου, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα. 70 χρόνια αργότερα ίδρυσαν ένα άλλο στη νέα πρωτεύουσα του νησιού, τη Χώρα του Αγ. Νικολάου, αφιερωμένου στον Αγ. Αντώνιο της Πάντοβας, όπου δύο μοναχοί εξυπηρετούσαν πνευματικά τους ξένους ναυτικούς που έφταναν στην Τήνο. Οι Φραγκισκανοί εγκατέλειψαν την Τήνο, μέσα στη δεύτερη δεκαετία τον αιώνα μας, ύστερα από μια πυρκαγιά που κατέστρεψε το μοναστήρι τους.
Το τρίτο μοναστήρι ιδρύθηκε επίσης στο χωριό Λουτρά, με τη φροντίδα τον επισκόπου Τήνου Φραγκίσκον Ζαλώνη, για να φιλοξενήσει τις μοναχές Ουρσουλίνες. Το μοναστήρι ιδρύθηκε στα 1862 και σύντομα πήρε μεγάλη ανάπτυξη. Έφτασαν στην Τήνο πολλές μοναχές, κυρίως από τη Γαλλία, που έχτισαν ένα μεγάλο σχολείο για κορίτσια. Είχε δυνατότητα να φιλοξενεί 230-250 εσωτερικές μαθήτριες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ήταν περιζήτητη μια θέση εκεί, για τα κορίτσια των πλούσιων οικογενειών της Αθήνας, αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας, ακόμα της Σμύρνης και της Αιγύπτου. Στο σχολείο αυτό γίνονταν δεκτά και πολλά παιδιά από το νησί, ιδιαίτερα τα ορφανά, και έτσι λειτούργησε σε δεύτερη φάση και ένα άρτιο, για την εποχή, ορφανοτροφείο. Το γυμνάσιο – λύκειο της σχολής έπαυσε να λειτουργεί από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πρόσφατα και το δημοτικό, επειδή ο αριθμός και η ηλικία των μοναχών Ουρσουλινών δεν επέτρεπε πια μια τόσο επίπονη εργασία και διότι οι παιδαγωγικές απαιτήσεις είχαν αλλάξει. Η μονή συνεχίζει, όμως, να υπάρχει και οι μοναχές που απέμειναν ασχολούνται με το κατηχητικό έργο προς τα παιδιά και τους νέους.
π. ΜΑΡΚΟΣ ΦΩΣΚΟΛΟΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
15.08.1993
Πηγή http://anemourion.blogspot.gr