ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΜΙΑ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΔΕΛΦΩΝ
ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, συνήθως ο όρος «αδελφοί» ορίζει τους χριστιανούς που συμμερίζονται την ίδια πίστη. Ωστόσο, ο όρος αυτός δεν βρίσκεται στη Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων (περίπου το 150), ούτε στον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας (35-107 περίπου) τον χρησιμοποιεί μόνο μία φορά.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στον κοινοβιακό μοναχισμό, που ήταν ένας ριζοσπαστικός τρόπος να βιώνουν τον χριστιανισμό, οι μοναχοί μεταξύ τους ονομάζονταν απλά αδελφοί. Τόσο ο Κανόνας όσο και στη Ζωή του Οσίου Παχωμίου (290 – 348) αναφέρονται στα μέλη της κοινότητας με τον όρο αδελφοί. Ο δε Άγιος Βασίλειος αρνείται δυναμικά τη συνήθεια να χρησιμοποιείται ένας όρος που είναι ιδιαίτερος των μοναχών. Ωστόσο οι φίλοι του και οι μαθητές του καλούνται απλά «χριστιανοί» ή «αδελφοί». Αργότερα και ο άγιος Φραγκίσκος θα ονομάσει τους οπαδούς του «αδελφούς» αλλά και οι ηγούμενοι πρέπει να ονομάζονται επίσης με αυτό το όνομα.
Όμως, οι Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιούν μια λέξη με εντονότερη εκκλησιολογική φόρτιση: την «αδελφότητα». Η λέξη αυτή δεν εμφανίζεται ποτέ στα φιλοσοφικά γραπτά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιούν τον όρο «αδελφός». Στην Καινή Διαθήκη εμφανίζεται δύο φορές μόνο στην Α’ Επιστολή του Πέτρου (2,17.5,9). Πρόκειται για έναν τεχνικό όρο που χρησιμοποιείται στους πρώτους τρεις αιώνες του χριστιανισμού για να υποδείξει την Εκκλησία. Πράγματι, με αυτό τον όρο, δεν ήθελαν να καθορίσουν την αρετή της αδελφοσύνης (προς τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούταν ο όρος φιλαδελφεία), αλλά την κοινότητα των πιστών, οι οποίοι, δια των ιερών μυστηρίων έγιναν αδελφοί στην χριστιανική μύηση. Αδελφότητα είναι συνώνυμο Εκκλησίας δηλαδή κοινότητας αδελφών. Βρίσκουμε αυτό τον όρο στην Επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης (+ 100) που υποδεικνύει την Εκκλησία της Κορίνθου (Cf. M. Dujarier, L’Églisefraternità, les origines del’ expression adelphotès–fraternitas aux trois premiers siècles du christianisme. Paris 1991), καθώς επίσης στον «Ποιμένα του Έρμα» (μεταξύ 120 – 140 και στο «Κατά των αιρέσεων» του Αγίου Ειρηναίου (35 – 107), (Cf. II, 31,2).
Στον 3ο αιώνα, ο όρος «αδελφότητα» εμφανίζεται όλο και πιο συχνά. Π.χ. στον Τερτυλλιανό (155 – 230 περίπου) 15 φορές, στον Άγιο Κυπριανό Καρχηδόνας (210 – 258) 59 φορές. Γι’ αυτόν τον τελευταίο, η αδελφική κοινότητα είναι ενωμένη με τον Χριστό, τον Επίσκοπο, την κοινή πίστη, διαμέσου της Θείας Ευχαριστίας.
Εξάλλου, καθώς είναι γνωστό, από τη συνείδηση της εκκλησιαστικής αδελφοσύνης γεννιέται και η εκκλησιολογία των αδελφών Εκκλησιών.
Η ΑΓΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ «ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ»
Για τον Άγιο Αυγουστίνο (354 – 430), η κοινωνία δεν είναι άλλο παρά η Εκκλησία. Στους Πατέρες της Εκκλησίας, η «κοινωνία των Αγίων» (communio Sanctorum) σημαίνει περισσότερο την επίγεια Εκκλησία. Αν και αρχικά η χρήση του όρου «κοινωνία» (communio) σήμαινε μάλλον μια συμπεριφορά (το να ζουν οι χριστιανοί ενωμένοι μεταξύ τους), στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία αποτέλεσε μια πολύ ακριβή ορολογία για να εκφράσει την κοινωνική δομή που δημιουργεί η ενότητα των χριστιανών πάνω σε όλη τη γη, με άλλα λόγια η «communio» (κοινωνία) έγινε συνώνυμο της Εκκλησίας διασκορπισμένης σε όλη τη γη.
Το σημείο αυτής της εκκλησιακής κοινότητας είναι η Ευχαριστιακή κοινωνία. Όποιος δεν βρισκόταν σε κοινωνία με την Εκκλησία αυτομάτως ήταν αποκλεισμένος από τη Θεία Κοινωνία.
Στο μέσον του Β’ αιώνα, ο Άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης (69 – 155) και ο Πάπας Ανίκητος (92 – 168) δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν στην ημερομηνία τέλεσης του Πάσχα. Αλλά δεν διέκοψαν γι’ αυτόν τον λόγο την εκκλησιαστική κοινωνία. Αντιθέτως, αυτοί «κοινώνησαν μεταξύ τους», γράφει ο Ευσέβιος ο Καισαρείας (265 – 340) (Εκκλησιαστική Ιστορία, V 24). Δεν πρέπει με αυτό να συμπεράνουμε πως έδωσαν ο ένας στον άλλον την κοινωνία, αλλά ότι ο Πάπας Ανίκητος επέτρεψε στον Πολύκαρπο να τελέσει την Ευχαριστία στη σύναξη της Ρώμης. Ο δεσμός μεταξύ εκκλησιαστικής κοινωνίας και της συμμετοχής στην Αγία Ευχαριστία, είναι τόσο στενός ώστε ο πατριάρχης Μακεδόνιος Β’ της Κωνσταντινουπόλεως (6ος αιώνας) θέλησε να υποχρεώσει τους πιστούς που αντιδρούσαν σ’ αυτόν, να λαμβάνουν τη δική του θεία κοινωνία. Τους υποχρέωσε να ανοίγουν το στόμα τους δια της βίας.
Οι καθολικοί που ταξίδευαν σε «αιρετικές» περιοχές, έφερναν μαζί τους τη δική τους θεία Ευχαριστία. Εξάλλου οι αιρετικοί έκαναν το ίδιο προκειμένου να αποφύγουν να έλθουν σε κοινωνία με τους καθολικούς. Αναχωρώντας για το εξωτερικό, ο χριστιανός προμηθευόταν ένα είδος διαβατηρίου που εξέδιδε ο Επίσκοπος και είχε διάφορες ονομασίες: «επιστολές κοινωνίας» (litterae communicatoriae),«επιστολές κανονικές», «συστατικές επιστολές» (commendatitiae) ή ακόμη επιστολές ειρήνης (pacificae, litteraepacis). Αυτά τα έγγραφα εξασφάλιζαν σημαντικά πλεονεκτήματα. Όσοι τα κατείχαν γίνονταν δεκτοί παντού ως αδελφοί: οι επίσκοποι προσέφεραν σ’ αυτούς δωρεάν φιλοξενία. Σύμφωνα με τον L. Hertling, μπορούμε να φανταστούμε τα πράγματα ως εξής: «κάθε επίσκοπος, τουλάχιστον κάθε Εκκλησία κάποιας σημασίας, και αργότερα, πριν απ’ όλα, οι μητροπολίτες, συνέτασσαν έναν κατάλογο των κυριότερων Εκκλησιών του κόσμου με τις οποίες αυτοί ήταν σε κοινωνία. Οι κατάλογοι αυτοί χρησιμοποιούνταν για την εξεύρεση των διευθύνσεων όταν χρειαζόταν να εκδώσουν διαβατήρια. Από την άλλη, τα έγγραφα των περαστικών ταξιδιωτών ελέγχονταν με τη βοήθεια των ίδιων καταλόγων. Το διαβατήριο γινόταν αποδεκτό όταν προερχόταν από έναν επίσκοπο που βρισκόταν στον κατάλογο. Εκτός Αφρικής, ένας αιρετικός δονατιστής επίσκοπος με τον οποίον ο Άγιος Αυγουστίνος ήταν σε σύγκρουση, δεν βρισκόταν, όπως εννοείται, σε κανέναν κατάλογο. Έτσι ο Αυγουστίνος μπορούσε να του πει: ‟έκδωσε, λοιπόν, ένα διαβατήριο για την Αλεξάνδρεια ή την Αντιόχεια, και θα δούμε εάν εκεί βρίσκεσαι στον κατάλογο των ορθοδόξων επισκόπων”» (L. Hertling, Communio und Primat, UnaSancta 17, 1962, 12).
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος
Πρώην Κερκύρας