ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ
Στις 24 Νοεμβρίου 2013, ο Πάπας Φραγκίσκος δημοσίευε μια Αποστολική Παραίνεση σχετικά με τον ευαγγελισμό, που φέρει τον τίτλο: «Η χαρά του Ευαγγελίου». Με την ευκαιρία αυτή η Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, οργάνωσε μια ημερίδα σχετικά με τον ευαγγελισμό. Ένας καθηγητής μας ξεστόμισε μια φράση που εντυπωσίασε το ακροατήριο: «Από τώρα και στο εξής, όταν αναφερόμαστε στον ευαγγελισμό, πρέπει να λέμε πριν και μετά την “Χαρά του Ευαγγελίου”».
Πέρασαν μερικά χρόνια από τότε. Δυστυχώς ακόμα και τα σπουδαία ντοκουμέντα ξεχνιόνται. Θα μου επιτραπεί, λοιπόν, σε αυτήν την εβδομαδιαία συνάντησή μας να αναφέρω, κάθε τόσο, μερικά στοιχεία, που κατά τη γνώμη μου, έχουν ένα ενδιαφέρον ανεξαρτήτως σε ποια χριστιανική ομολογία ανήκουμε.
Σε αυτό το κείμενο θα αναφερθούμε στην κοινωνική διάσταση του Ευαγγελισμού.
ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΕ ΕΞΟΔΟ, ΜΕ ΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
Όλη η δράση της Εκκλησίας πηγάζει από την εντολή του Ιησού: «Πηγαίνετε, λοιπόν, και κάμετε μαθητές μου όλα τα έθνη, βαφτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα σας διέταξα» (Μτ, 19-20). Αλλά σε όλον τον λόγο του Θεού είναι παρών αυτός ο δυναμισμός «εξόδου», διαμέσου των επανειλημμένων προσκλήσεων που σημαδεύουν τη ζωή των πιστευόντων: Ο Αβραάμ, ο Μωυσής, ο Ιερεμίας, οι Απόστολοι, καλούνται να «εξέλθουν», να διατρέξουν τις οδούς του κόσμου.
Σε όλη την Παραίνεση «Η Χαρά του Ευαγγελίου», ξεκινώντας από μερικά θέματα που αφορούν το μέλλον της ανθρωπότητας, προβάλλεται η αναπόφευκτη κοινωνική διάσταση του Ευαγγελίου, και όλοι οι χριστιανοί, δυνάμει του βαπτίσματός τους, ενθαρρύνονται να εκδηλώνουν πάντοτε αυτή τη διάσταση, με τον λόγο τους, τη στάση τους, και τις πράξεις τους.
Ο Πάπας Φραγκίσκος, ερχόμενος από την Λατινική Αμερική, έχει μια πολύ αναπτυγμένη ευαισθησία, που εκφράζεται σε δυο κεντρικούς πυρήνες: (1) την αγάπη για τις ανθρώπινες καταστάσεις, σε όλες τις μορφές τους, ειδικά τις πιο εύθραυστες, που οφείλουμε να συναντήσουμε, να ακούσουμε, να υποδεχτούμε, να στηρίξουμε, να υπερασπιστούμε και να θέσουμε ως πρώτη προτεραιότητα. Και (2) τη συνειδητοποίηση ότι κανένας ευαγγελισμός δεν είναι εφικτός αν δεν γνωρίζουμε σε τι κόσμο ζούμε. Έναν κόσμο που μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο βαδίζοντας μέσα σ’ αυτόν, μικραίνοντας τις αποστάσεις, δημιουργώντας «πλησίασμα περιοδεύον», «κοινωνία ιεραποστολική».
«Πιστή στο παράδειγμα του Διδασκάλου, είναι ζωτικό να βγει η Εκκλησία για να αναγγείλει το Ευαγγέλιο σε όλους, σε κάθε τόπο, σε κάθε ευκαιρία, χωρίς δισταγμό, χωρίς αποστροφή, και χωρίς φόβο» (Η Χαρά του Ευαγγελίου, αρ.23 ). Για μια Εκκλησία που δεν φοβάται να λερωθεί, μια Εκκλησία σε «έξοδο», θα αρκούσε η διαυγέστατη διάγνωση της σύγχρονης δυσχέρειας, που γίνεται από τον Πάπα Φραγκίσκο στην αρχή της παραίνεσης: «Όταν η εσωτερική ζωή κλείνεται στον εαυτό της επιδιώκοντας τα δικά της οφέλη, δεν υπάρχει χώρος για τους άλλους, και ιδιαίτερα τους φτωχούς, δεν ακούγεται πια η φωνή του Θεού, δεν είναι δυνατή η απόλαυση της γλυκιάς χαράς της αγάπης του, δεν πάλλεται ο ενθουσιασμός για την πραγματοποίηση του καλού» (αρ. 2).
Σε αυτές τις διαβεβαιώσεις θα πρέπει να συνδεθούν οι σελίδες για την πόλη ως προνομιακό χώρο ευαγγελισμού, με όλες τις αντιφάσεις της αλλά και τον πάλλοντα ανθρωπισμό της. «Η νέα Ιερουσαλήμ, η αγία Πόλη (βλ. Απ. 21,2-4), είναι ο προορισμός προς τον οποίον πορεύεται όλη η ανθρωπότητα (…). Έχουμε ανάγκη να αναγνωρίζουμε την πόλη ξεκινώντας από ένα βλέμμα ενορατικό, δηλαδή από ένα βλέμμα πίστεως, που να ανακαλύπτει εκείνον τον Θεό, ο οποίος κατοικεί στα σπίτια της, στους δρόμους της, στις πλατείες της. Η παρουσία του Θεού συνοδεύει την ειλικρινή έρευνα, που διεξάγουν πρόσωπα και ομάδες, για να βρουν στήριγμα και νόημα στη ζωή τους» (αρ. 71). Αυτό για να κατανοήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε σε τι κόσμο ζούμε, και να αρχίσουμε, με χαρά και ελπίδα, να κάνουμε, μαζί, ό,τι καλύτερο μπορούμε, διότι «σήμερα οι μεταμορφώσεις σε αυτές τις μεγάλες περιοχές και η κουλτούρα που εκφράζουν είναι ένας προνομιακός χώρος του νέου ευαγγελισμού» (αρ. 73).
Αφού συνειδητοποιήσουμε αυτή την πραγματικότητα, είναι ανάγκη να περάσουμε «από μια ποιμαντική απλής συντήρησης σε μια σαφώς ιεραποστολική ποιμαντική», διότι «η ιεραποστολική δραστηριότητα αντιπροσωπεύει, ακόμη και σήμερα, τη μέγιστη πρόκληση για την Εκκλησία» (αρ. 15). Μια πρόκληση που δεν απευθύνεται μόνο σε αυτούς που ασκούν ειδικές υπηρεσίες μέσα στην Εκκλησία, αλλά όλοι καλούμαστε σ’ αυτή τη νέα ιεραποστολική «έξοδο» (βλ. αρ. 20), ώστε να «λάμψει η ομορφιά της σωστικής αγάπης του Θεού που φανερώθηκε “εν Χριστώ Ιησού” θανόντα και αναστάντα» (αρ.36). Γι’ αυτό η Εκκλησία στο σύνολό της καλείται να αποκτήσει αυτόν τον ιεραποστολικό δυναμισμό με όρους ανοίγματος, και ταυτοχρόνως εξόδου στις περιφέρειες, φροντίζοντας να απευθυνθεί πριν απ’ όλα «στους φτωχούς και τους ασθενείς, σ’ αυτούς που συχνά είναι περιφρονημένοι και ξεχασμένοι, «σ’ αυτούς που δεν έχουν να σου ανταποδώσουν» (Λκ. 14,14) (αρ. 48).
Στο σημείο αυτό, ο Πάπας παρεμβαίνει με διατυπώσεις κατηγορηματικές που δεν αφήνουν περιθώριο για άλλοθι ή εναλλακτικές επιλογές ποιμαντικού προγραμματισμού. Λέει, πράγματι, «Σήμερα και πάντοτε, οι φτωχοί είναι οι προνομιακοί παραλήπτες του Ευαγγελίου (…). Είναι ανάγκη να διαβεβαιώνουμε απερίφραστα ότι υπάρχει ένας αδιάσπαστος δεσμός μεταξύ της πίστεώς μας και των φτωχών. Ας μην τους αφήνουμε ποτέ μόνους» (αρ.48). Το θέμα αυτό, θα εξεταστεί ξανά με έμφαση και θα επιβεβαιωθεί στο τέταρτο κεφάλαιο, όπως θα δούμε παρακάτω, που αναφέρεται στην κοινωνική διάσταση του ευαγγελισμού. «Κανένας δεν θα έπρεπε να υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να ασχοληθεί με τους φτωχούς διότι οι δικές του επιλογές ζωής επιβάλλουν να αφιερώνει περισσότερη προσοχή σε άλλα καθήκοντα» (αρ. 201).
Εδώ, ο Πάπας επιβεβαιώνει όσα είχε πει στο Buenos Aires: «Προτιμώ μια Εκκλησία καταπονημένη, πληγωμένη και λερωμένη, επειδή βγήκε στους δρόμους, παρά μια Εκκλησία άρρωστη από την κλεισούρα και την άνεση να στηρίζεται στις ασφάλειές της (…). Αν κάτι πρέπει, πολύ σωστά, να μας ανησυχεί και να απασχολεί τη συνείδησή μας, είναι ότι πολλοί αδελφοί μας ζουν χωρίς τη δύναμη, το φως και την παρηγοριά της φιλίας με τον Ιησού Χριστό (…), χωρίς έναν ορίζοντα νοήματος και ζωής» (αρ.49).
Αντιμετωπίζοντας κατόπιν το θέμα της πολιτισμικής προσαρμογής, ο Πάπας υπενθυμίζει ότι ο χριστιανισμός δεν διαθέτει ένα μόνο πολιτισμικό μοντέλο, και οι πολιτισμικές διαφορές, η συνύπαρξη αυτών των διαφορών, θα πρέπει να θεωρείται πλούτος και όχι απειλή της ενότητας, διότι «η Εκκλησία εκφράζει την αυθεντική της καθολικότητα και δείχνει την ομορφιά αυτού του πολύμορφου προσώπου» (αρ 116). Πράγματι, το Άγιο Πνεύμα, είναι εκείνο που μεταμορφώνει τις καρδιές μας και μας καθιστά ικανούς να έρθουμε σε κοινωνία (βλ. αρ. 117). «Δεν θα ήταν στη λογική της ενσάρκωσης να σκεπτόμαστε έναν μονοπολιτισμικό και μονόχορδο χριστιανισμό» (αρ. 117).
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ
Μια από τις προτεραιότητες που ο Πάπας Φραγκίσκος έχει στην καρδιά του αφορά στην κοινωνική ένταξη των φτωχών. Είναι ωστόσο μια άποψη την οποία εννοεί να απαλλάξει από τον κίνδυνο μιας ανάγνωσης κοινωνικής ή χειρότερα ακόμα δημαγωγικής και ωφελιμιστικής. Γι’ αυτό αντιμετωπίζει το θέμα, δείχνοντας από πού γεννιέται το ενδιαφέρον της Εκκλησίας για τους φτωχούς: «Από την πίστη μας στον Χριστό που έγινε φτωχός και βρισκόταν πάντοτε κοντά στους φτωχούς και τους αποκλεισμένους, προκύπτει η φροντίδα για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη των περισσότερο εγκαταλειμμένων της κοινωνίας» (αρ. 186).
Η στράτευση που αφορά κάθε χριστιανό και κάθε κοινότητα, συνίσταται στο να είναι όργανα για την απελευθέρωση και την προαγωγή των φτωχών: «Προϋπόθεση γι’ αυτό, είναι να είμαστε πειθήνιοι και προσεκτικοί, για να ακούμε την κραυγή του φτωχού και να τον βοηθούμε» (αρ. 187).
Η ικανότητα να ακούμε αυτή την κραυγή δεν αιφνιδιάζεται, αλλά πηγάζει από τον στοχασμό πάνω στα έργα που πραγματοποίησε ο Θεός για μας, τη μέριμνά του για τις ανάγκες μας. Υπό το φως αυτής της εμπειρίας, «Η Εκκλησία, οδηγημένη από το Ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας και από την αγάπη προς το ανθρώπινο ον, ακούει την κραυγή για τη δικαιοσύνη και επιθυμεί να απαντήσει σ’ αυτήν με όλες τις δυνάμεις της» (αρ. 188).
Στην περίπτωση που θελήσει κάποιος να αποφύγει αυτή τη στράτευση, ο κίνδυνος στον οποίο εκτίθεται είναι τεράστιος, διότι αυτό σημαίνει ότι θέτει τον εαυτό του έξω από το σχέδιο του Θεού. Ο Πάπας το τονίζει ρητά: «Το να μένουμε κουφοί σε αυτή την κραυγή, όταν είμαστε τα όργανα του Θεού για να ακούσουμε τον φτωχό, μας θέτει έξω από το θέλημα του Πατέρα και από το σχέδιό του» (αρ. 187).
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ
Η προσοχή στα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες δεν περιορίζεται σ’ αυτούς που είναι δίπλα μας, αλλά είναι απαραίτητο να διευρύνουμε το βλέμμα μας στο σύνολο της ανθρωπότητας, για να ακούσουμε την κραυγή ολόκληρων λαών, πριν απ’ όλα των πιο φτωχών, διότι «η ειρήνη θεμελιώνεται όχι μόνο πάνω στον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά και πάνω στον σεβασμό των δικαιωμάτων των λαών» (αρ. 190).
Στο ζήτημα αυτό, ο Πάπας προειδοποιεί για τον κίνδυνο, που μερικές φορές υπάρχει, τα ανθρώπινα δικαιώματα να εργαλειοποιηθούν και να χρησιμοποιηθούν για να δικαιολογηθεί μια εξοργιστική υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων των πιο πλούσιων λαών. Τούτο καθίσταται ιδιαίτερα σαφές όταν πρόκειται για ατομική κατοχή αγαθών. Με βάση την αξία της αλληλεγγύης, μπορούμε να εκλάβουμε την κοινωνική λειτουργία της ιδιοκτησίας και τον παγκόσμιο προορισμό των αγαθών, ως διάσταση που προηγείται της ατομικής ιδιοκτησίας.
Σε αυτή την προοπτική, «η ιδιωτική κατοχή των αγαθών αιτιολογείται για να διαφυλαχθούν και να αυξηθούν ώστε να υπηρετούν καλύτερα το κοινό καλό» (αρ. 189). Για τον λόγο αυτόν, σεβόμενοι την κουλτούρα και την αυτονομία των διαφόρων υποκειμένων, οφείλουμε πάντοτε να θυμόμαστε ότι «ο πλανήτης είναι όλης της ανθρωπότητας και για όλη την ανθρωπότητα, και ότι το απλό γεγονός ότι γεννηθήκαμε σε έναν τόπο με λιγότερους πόρους ή λιγότερη ανάπτυξη δεν δικαιολογεί να ζουν κάποια πρόσωπα με λιγότερη αξιοπρέπεια» (αρ. 190).
Βάσει αυτής της προοπτικής, καθώς έχει ήδη δηλώσει ο Παύλος 6ος, οφείλουμε να αναπτύξουμε μια αλληλεγγύη, που «να επιτρέπει σε όλους τους λαούς να μπορούν, με τις δικές τους δυνάμεις, να οικοδομούν το μέλλον τους», διότι στην πραγματικότητα ο πλανήτης διαθέτει πόρους επαρκείς για όλους. Γι’ αυτό, αν η πείνα πλήττει ακόμα ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, ο Πάπας υποδεικνύει δύο κύριες αιτίες: την κακή κατανομή των αγαθών και των εισοδημάτων, και τη γενικευμένη πρακτική της σπατάλης. (βλ. αρ. 191). Κατόπιν, κάνει μια παραίνεση: «Ας μη μας απασχολεί μόνο μην υποπέσουμε σε δογματικά σφάλματα, αλλά να μας απασχολεί κυρίως να είμαστε πιστοί σε αυτή τη φωτεινή πορεία ζωής και σοφίας. Διότι «οι υπερασπιστές της “ορθής πίστης”, μερικές φορές επιπλήττονται για παθητικότητα, για συγκατάβαση ή για συνενοχή σχετικά με αφόρητες καταστάσεις αδικίας και έναντι πολιτικών καθεστώτων που τις διατηρούν» (αρ. 194). Έχοντας αυτό υπόψη, – όπως ο απόστολος Παύλος που επισήμανε την ανάγκη να κάνουμε διάκριση, μέσω της αντιπαραβολής, για να μην αγωνιζόμαστε μάταια – είναι ανάγκη να διαφυλάξουμε το κριτήριο κλειδί: «την προτίμηση για τους τελευταίους, γι’ αυτούς που η κοινωνία απορρίπτει ή αποβάλλει» (αρ. 195). Αυτό δηλαδή που μας βοηθάει στη σωστή διάκριση, είναι η σκέψη ότι «στην καρδιά του Θεού υπάρχει μια θέση προτίμησης για τους φτωχούς, σε σημείο που ο Ίδιος «έγινε φτωχός» (2 Κορ. 8,9)» (αρ. 197). Έχοντας υπόψη αυτή την προτίμηση από μέρους του Θεού, προκύπτει ότι, «για την Εκκλησία, η επιλογή υπέρ των φτωχών, είναι πρώτα μια θεολογική αντίληψη, και κατόπιν πολιτισμική, κοινωνιολογική, πολιτική ή φιλοσοφική» (αρ. 198), που έχει επιπτώσεις στη ζωή πίστεως όλων των χριστιανών, που καλούνται να διακατέχονται από τα ίδια αισθήματα με αυτά του Ιησού Χριστού (βλ. Φιλ. 2,5).
Για τον λόγο αυτόν, η Εκκλησία έκανε αυτή την επιλογή προτίμησης υπέρ των φτωχών, που εμπεριέχεται στη χριστολογική πίστη, στον Θεό που έγινε φτωχός για μας, για να μας εμπλουτίσει διαμέσου της δικής του φτώχειας (βλ. αρ. 198).
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκος