“Με αφορμή μια Δημοσκόπηση” – Άρθρο του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου

"Με αφορμή μια Δημοσκόπηση" – Άρθρο του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου

του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, στο Amen.gr


 

Στήν ἔγκριτη ἐφημερίδα «Τό Βῆμα τῆς Κυριακῆς» (Πάσχα, 12 Ἀπριλίου 2015), δημοσιεύθηκε μία δημοσκόπηση, μέ τίτλο «Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι ἀλλά … μία φορά τόν χρόνο», τήν ὁποίαν πραγματοποίησε ἡ κατά πάντα ἀξιόπιστη καί ἀντικειμενική «Κάπα Research» γιά λογαριασμό τῆς ἐφημερίδας.

Τά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἐξάγονται ἀπό τήν δημοσκόπηση αὐτή ἀποτυπώνονται μέ τρόπο ξεκάθαρο στόν ὑπότιτλο, «βαθιά θρησκευόμενοι παραμένουν οἱ Ἕλληνες ἀλλά ἀπομακρύνονται ἀπό τήν Ἐκκλησία». Ὅσο καί ἄν στόν ὑπότιτλο αὐτό διακρίνουμε μία φαινομενική ἀντιθετικότητα ἐντούτοις θεωρῶ ὅτι ἐκφράζει ἀπόλυτα μία πραγματικότητα, ἡ ὁποία θά πρέπει νά ἀπασχολήσει τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, καί μάλιστα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Ἑλλάδα, ὡς πρός τήν σχέση της μέ τήν κοινωνία, τήν θρησκευτικότητα τῶν ἀνθρώπων, τό περιεχόμενο τῆς ἴδιας τῆς ταυτότητάς Της καί μάλιστα ὡς «πνευματικοῦ» ὑποστρώματος τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Ἡ ὁποιαδήποτε λοιπόν ἀνάλυση πού θά παρουσιαστεῖ καί θά ἀκολουθήσει δέν ἔχει νά κάνει οὔτε μέ πρόσωπα, οὔτε μέ καταστάσεις, ἀλλά ἀποτελεῖ ἔκφραση ἑνός προβληματισμοῦ, γιά τό ποιό θά εἶναι τελικά τό μέλλον καί ὁ ρόλος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα, στά χρονικά πλαίσια τῆς συνεχῶς ἐπιδεινούμενης οἰκονομικῆς κρίσης, καί μέ ὅ,τι συνεπάγεται αὐτός ὁ ρόλος Της στό ἐπίπεδο τό κοινωνικό καί τό ἀνθρωπιστικό. Ἐπιπλέον ὁ προβληματισμός αὐτός ἀποβλέπει ὥστε νά ἀφυπνιστεῖ ἡ ἴδια ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, προκειμένου καί πάλι νά ἀποκτήσει καί νά ἐπαναπροσδιορίσει τή σχέση της μέ αὐτό πού χαρακτηρίζουμε μέ τόν γενικό ὅρο «κοινωνία».

Ἡ δημοσκόπηση ἐκτός ἀπό τά ἀριθμητικά δεδομένα, στοιχεῖα βασικά σέ μία τέτοιου εἴδους ἔρευνα, δίνει καί ἀρκετά συγκριτικά στοιχεῖα σέ μία περίοδο, ἡ ὁποία χαρακτηρίζετο ἀπό τήν δυναμική παρου¬σία τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, μέσα στό κοινωνικό γίγνεσθαι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπου ἡ Ἐκκλησία φαίνεται ὅτι εἶχε μία ἄλλη δυναμική, σέ ἕνα ἄλλο βέβαια περιβάλλον, κοινωνικό καί οἰκονομικό, καί μέ τή δράση καί παρουσία ἄλλων προσώπων καί δράσεων. Ἄλλωστε καί τό ποσοστό ἀναγνωρισιμότητας τῆς παρουσίας καί δράσης τοῦ νῦν Ἀρχιεπισκόπου Ἱερω¬νύμου, τό ὁποῖο κρίνεται ἐπίσης θετικά ἤ μᾶλλον θετικά ἔστω καί μέ ποσοστό 56,4%, αὐτό ἀκριβῶς ἐπιβεβαιώνει, τήν ἄμμεση σχέση προσώπων καί θεσμῶν σέ κάθε ἐποχή.

Τό προβληματικό ὅμως εἶναι, ὅτι ἐνῶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία δίνει καθημερινά τήν δυναμική της παρουσία μέσα στήν κοινωνία, μέ τήν λειτουργία καί τήν δράση τῶν διαφόρων κοινωνικῶν καί προνοιακῶν δομῶν της, ἐντούτοις τό ποσοστό τῶν θρησκευομένων Ἑλλήνων ἔχει μειωθεῖ κατά 34% ἐνῶ ἡ πίστη στό Θεό (γενικά καί ἀόριστα) (74,2%) τείνει νά ἰσοσκελιστεῖ μέ τήν πίστη στό «μάτι» καί στό «ξεμάτιασμα» (62,5%), στήν ὕπαρξη ψυχῶν καί ἀνώτερων πνευμάτων καί ὑπερφυσικῶν δυνάμεων (44,1%) ἤ ἀκόμα καί μέ τό «πεπρωμένο» καί τήν μοῖρα (51,4%) ‼!

Ὅλα αὐτά τά ὑψηλά ποσοστά θεώρησης τοῦ γεγονότος ἔκφρασης τῆς πίστης, ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ σχέση τῶν ἀνθρώπων μέ τήν Ἐκκλησία καθορίζεται ἀπό μία ἀρρωστημένη καί ἀπροσδιόριστη θρησκευτικότητα, ἀπό μία θρησκοληπτική διάθεση, ὅπου ἡ πίστη ἐξαντλεῖται σέ κάποιες μεταφυσικές ἀκροβασίες φαντασιακοῦ τύπου καί θρησκευτικοῦ ὑποκατάστατου, ἐνῶ ὅλο αὐτό τό ὁποῖο πρέπει νά ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μέσα στήν κοινωνία, τόν «ἄλλον» τρόπο ζωῆς καί ὕπαρξης, ὡς τό κατ’ ἐξοχήν περιεχόμενο τῆς πίστης, μέ τήν ἐρώτηση «ἐσεῖς προσωπικά πιστεύετε; » δημοσκοπεῖται στά ὅρια τοῦ ἀνύπαρκτου. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι «ἀρχίζουν νά γίνονται περισσότερο δεκτικοί σέ μεταφυσικά φαινόμενα καί θεωρίες γιά ὑπερφυσικές δυνάμεις» καί μέ τόν τρόπο αὐτό ὁριοθετοῦν τήν σχέση τους μέ τήν Ἐκκλησία.

Εἶναι ἴσως τό πρῶτο καί σοβαρό στοιχεῖο τό ὁποῖο θά πρέπει νά μᾶς προβληματίσει. Ἡ Ἐκκλησία, στό ἐπίπεδο τό «πνευματικό» ἔχει ἀπωλέσει τήν ἀποδοχή ἀπό μέρους τῶν ἀνθρώπων καί ἔχει ἐπιδοθεῖ σέ ἕναν ἔντονο κοινωνικό ἀκτιβισμό. Ἡ Ἐκκλησία σέ σχέση πρός τήν πίστη, τήν ὁποία ὑποδεικνύει καί προβάλλει στούς πιστούς, φαίνεται νά πρυτανεύει μία φοβική ἐσωστρέφεια, μέ ἀποτέλεσμα, οἱ Ἕλληνες νά δηλώνουν, ὅτι «προσεύχονται τουλάχι¬στον μία φορά τήν ἑβδομάδα σέ ποσοστό 6,7% (τό 2006 τό ποσοστό αὐτό ἦταν 22,7%) καί ἀπό μία ὡς τρεῖς φορές τόν μῆνα σέ ποσοστό 10% (24,6% τό 2006). Ἀντίθετα, τό 36,7% δηλώνει ὅτι δέν προσεύχεται ποτέ, ποσοστό πού ἦταν μόλις 6,9% τό 2006. Χαρακτηριστικό τέλος εἶναι ὅτι τό 58,1% τῶν ἐρωτηθέντων κατατάσσουν τόν ἑαυτό τους στούς ἁμαρτωλούς, ἐνῶ ἕνα ποσοστό 13,7% στούς ἀναμάρτητους !». Ὅτι ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ὅλη δράση της κινεῖται στά ὅρια τῆς ἐσωστρέφειας ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τήν ἴδια τήν συγκριτική ἀνάλυση τῶν στοιχείων. «Σέ σχέση μέ δέκα χρόνια πρίν σήμερα ποσοστικά ἡ πίστη καί οἱ θρησκευτικές συνήθειες τῶν Ἑλλήνων δείχνουν νά βρίσκονται σέ γενική πτώση. Συγκεκριμένα τό ποσοστό ἐκείνων πού δήλωναν χριστιανοί ὀρθόδοξοι τό 2006 ἦταν σημαντικά ὑψηλότερο σέ σχέση μέ τό σημερινό (96,9), ἐνῶ σημαντική ἄνοδος φαίνεται νά ὑπάρχει στό ποσοστό ἐκείνων πού δηλώνουν ἄθεοι (14,7% ἦταν μόλις 2% τό 2006). Ἐπίσης ἡ πίστη στόν Θεό παρουσιάζεται μειωμένη κατά 17,5% σέ σχέση μέ τό 2005». Σέ σύγκριση ὅμως μέ ἄλλους λαούς τοῦ συγχρόνου κόσμου, «οἱ Ἕλληνες παρουσιάζουν ὑψηλά ἐπίπεδα πίστης καί θρησκευτι¬κῆς συνείδησης. Τό 81,4% αἰσθάνονται χριστιανοί ὀρθόδοξοι, ἐνῶ πάνω ἀπό ἑπτά στούς δέκα δηλώνουν τήν πίστη τους στόν Θεό. Ὅσον ἀφορᾶ τίς θρησκευτικές συνήθειες, 55,8% συνηθίζουν νά κάνουν τόν σταυρό τους ὅταν περνοῦν ἀπό ἐκκλησία».

Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐσωστρέφειας, τό «πνευματικό κενό» πού δημιουργεῖται στήν κοινωνία σέ συνδυασμό καί μέ τόν ἐφήμερο ἀλλά ἐπικοινωνιακά δυναμικό ἐναγκαλισμό μέ τήν κοσμική ἐξουσία, δημιουργεῖ διάφορα μορφώματα πολιτικά καί θρησκευτικά (ἐθνικοθρησκευτικοῦ λαϊκισμοῦ μάλιστα ἀριστεροῦ τύπου, χρησιμοθηρική ἐκμετάλλευση θρησκευτικῶν συμβόλων καί εἰκόνων γιά τήν ἐξυπηρέτηση πολιτικῶν σκοπιμοτήτων), τά ὁποῖα ἀποδυναμώνουν ἀκόμη περισσότερο τήν σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν «κοινωνία», ἡ ὁποία ἀντί νά εἶναι ἐποικοδομητική γίνεται ἁπλᾶ καί μόνο χρηστική γιά τίς μεταφυσικές δῆθεν «ἀνάγκες» καί τίς «χρεῖες» τοῦ κόσμου.

Αὐτό τό «πνευματικό κενό» ἀποδυναμώνει τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία «φθείρεται» κατά τήν τελευταία 5ετία (47%), ἐνῶ αὐξάνεται τό ποσοστό τῆς ἀθεΐας (14,7%), ἡ θετική ἄποψη γιά τόν πολιτικό γάμο εἶναι ἀρκετά ὑψηλή (50,5%), ἐνῶ ἡ ἀφηρημένη ἔννοια καί ἐν πολλοῖς συγκεχυ¬μένη θρησκευτικότητα φαίνεται ὅτι, μεταξύ τοῦ «πολύ» καί τοῦ «λίγο», βρίσκεται στό ἴδιο ποσοστό, 49,5% καί 49,9% ἀντίστοιχα. Ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα ἐκτός ἀπό τήν ἀπογοήτευση δίνουν ἀκόμη ἕνα μήνυμα θετικό, τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά καλλιεργήσει στή σχέση της μέ τήν κοινωνία, προκειμένου νά ἀποκτήσει καί πάλι τόν λόγο, τόν ρόλο καί τήν παρουσία της μέσα στήν ἀνθρώπινη πραγματικότητα, ἀνάλογη μέ αὐτή πού τῆς «ἀξίζει» καί τῆς ἁρμόζει, ἀκολουθῶντας ὄχι μεθόδους προνοιακῆς «πολιτικῆς» μόνο ἀλλά καί καλλιέργειας ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως γιά «τά τοῦ κόσμου πράγματα». 

α) Θά πρέπει νά μετατρέψει τήν «ἠχηρή σιωπή» της σέ λόγο κατηχητικό καί ἔκφραση ἐπανευαγγελισμοῦ. Ἡ μή συμμετοχή στά μυστή-ρια (βάπτισμα, γάμος) δέν εἶναι ἁπλῶς μόνο γιά οἰκονομικούς λόγους, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν δημοσκόπηση, ἀλλά κυρίως ἔλλειψη κατανόησης τοῦ σκοποῦ καί τοῦ ρόλου τῶν μυστηρίων αὐτῶν στήν ὅλη ζωή τῶν πιστῶν. Ἡ μετατροπή τῶν μυστηρίων σέ μαγικοῦ τύπου ἐκδηλώσεις καί δημιουργίας «κοινωνικῶν σχέσεων» ἔχει ἤδη διαβρώσει τό ἴδιο τό σῶμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.

Ὁ κηρυγματικός λόγος τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά φαίνε¬ται ἀποκομμένος ἀπό τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί τό σκοπό τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μπορεῖ νά παραμένει περιορισμένος μόνο στό κοινωνικό κομμάτι τῆς κρίσης, χωρίς νά δίνει καί μία προοπτική μέλλοντος.

Αὐτός ὁ ὑπαρξιακός λόγος τῆς Ἐκκλησίας, δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ μία στείρα καί στιγνή ἐπανάληψη παλαιῶν ἐκφράσεων ἠθικιστικῶν συνταγῶν, ἀποστεομένων καί ξύλινων διατυπώσεων. Πρέπει ἡ ἐκκλησια-στι¬κή γλῶσσα, ἀπό ὄργανο ἐπικοινωνίας νά γίνει μέσο κοινωνίας καί μετάδοσης μηνυμάτων ὑπαρξιακῆς ἐλπίδας γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί διαμόρφωσης «πολιτισμοῦ». Μόνο τότε ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ μία ἀληθινή ἱστορική πραγματικότητα, ἡ ὁποία κινεῖται καί σχετίζεται μέ τό ἑκάστοτε χωρο-χρονικό ἱστορικό πλαίσιο, ἐνῶ δρῶντας μέσα σ’ αὐτόν, χωρίς νά ἐκκοσμικεύεται, συγχρόνως τό μεταμορφώνει. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁριοθετεῖ μέ σαφήνεια καί τό πλαίσιο προσδιορισμοῦ τῶν στοιχείων τῆς ταυτότητάς της.

β) Θά πρέπει ἐπίσης νά μετατραπεῖ ἡ «ἀνεκτική ἀπραξία καί ἐπαναληπτικότητα» τῆς λειτουργικῆς ζωῆς σέ πρωτεῦον καί δομικό στοιχεῖο τῆς ὅλης ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητας.

Ἡ ἐπικέντρωση καί μόνο τῆς ποιμαντικῆς μας παρουσίας σέ μία ἀκτιβιστικοῦ τύπου κοινωνική καί προνοιακή δράση, χωρίς παράλληλα καί πρώτιστα τό ἴδιο τό μήνυμα τῆς Εὐχαριστίας νά γίνεται τρόπος ἐλπίδας καί μέσο ἄντλησης κουράγιου καί προσδοκίας, ἀφοῦ «ζωή πού δέν μοιρά¬ζεται εἶναι ζωή κλεμμένη», δέν θά μπορεῖ νά συμβάλλει στήν ἐπίλυση κανε¬νός προβλήματος ἀνθρωπιστικοῦ. Κανένα πρόβλημα στήν Ἐκκλησία δέν ἀντιμετωπίζεται ἀπ’ αὐτήν ἐάν δέν γίνει πρώτιστα θέμα ὑπαρξιακό γιά ὁλόκληρη τήν ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί ἐάν ἐπίσης δέν κατανοηθεῖ ὡς μέθοδος ἐπίλυσής του στή βάση τῆς εὐχαριστιακῆς ἀναφορᾶς τοῦ ὅλου πρός ὅλα. Χωρίς αὐτήν τήν εὐχαριστιακή ἀναφορά τοῦ κόσμου, ἡ Ἐκκλησία κινδυνεύει νά μεταβληθεῖ σέ μία ἀπό τίς πολλές κοι¬νω¬νικές ὁμάδες-σωματεῖα-ἑταιρεῖες, μέ φιλοσοφικό καί θεωρητικό ἤ ἀκτιβιστικό καί κοινωνιολογικό προσανατολισμό. «Τά σά ἐκ τῶν σῶν» ὅταν ἐκκλησιοποιοῦνται εὐχαριστιακά δέν χρειάζονται ἄλλες δομές, μή κυβερ¬νητικοῦ χαρακτήρα, γιά νά γίνουν ἀποδοτικές ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κοινωνίας.

γ) Θά πρέπει νά πάψουμε νά ὑποδεικνύουμε ὡς γεγονός πίστης κάθε τί τό ὁποῖο κατανοεῖται ἤ περιορίζεται στά ὅρια τοῦ εὐσεβισμοῦ καί τοῦ πουριτανισμοῦ καί νά ἀπομακρύνουμε τήν πραγματική πίστη, ὡς γεγονότος ἐκκλησιαστικοῦ, ἀπό τήν ἴδια τήν ζωή, ἡ ὁποία ἔχει νά κάνει μέ μία συγκε¬κριμένη στάση ζωῆς καί ὕπαρξης τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ ἄλλου, τοῦ συνανθρώπου του. Νά καταστεῖ ἡ πίστη δηλαδή μία διαδικασία ἔκφρασης ἐμπιστοσύνης τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλον καί συν-χωρητικότητας (ἀλληλο-περιχώρησης), στά πλαίσια τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλον κυρίως μέσα ἀπό τόν ὑπαρξιακό καί ὄχι ἁπλᾶ τόν διανοητικό συλλογισμό ἤ στοχασμό. Νά γίνει ἡ δράση τῆς Ἐκκλησίας μέσα στήν κοινωνία «διακονία ἀγάπης ἐν ἐλευθερίᾳ» καί μαρτυρία ζωῆς καί ὄχι συστήματος. Αὐτός ὁ ἐκκλησιαστικός τρόπος κατανόησης τοῦ ἄλλου καί τῆς ὕπαρξής του εἶναι πού νοηματοδοτεῖ τήν σχέση τῶν ἀνθρώπων ὡς «σχέση κοινωνική», ἔργῳ καί ὄχι λόγῳ, ὡς σχέση δηλαδή προσφορᾶς καί θυσιαστικῆς ἀγάπης, μέ τήν ὁποίαν καταργοῦνται κάθε εἴδους διαιρέσεις καί διακρίσεις. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Ἐκκλησία ἀναλαμβάνει τήν ἀστοχία καί τήν ἀποτυχία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου καί τήν μεταμορφώνει σέ ἐπιτυχία μέ σκοπό τήν σωτηρία «τοῦ σύμπαντος κόσμου».

5) Χαρακτηριστικό εἶναι τό μήνυμα πού φέρνει ἡ δημοσκόπηση, καί ὡς πρός τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γίνεται κατανοητή καί ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί τοῦ σκοποῦ τῆς διδασκαλίας του. Μία συγκριτική θεώρηση μεταξύ τῶν ἐτῶν 2006 καί 2015 δέν ἀπέχει ὡς πρός τήν δυναμική της, ἀφοῦ τό ποσοστό δείχνει μάλιστα ἀνοδική τάση (39,8% τό ἔτος 2006-44,3% τό ἔτος 2015), κατά τό σημεῖο ἐκεῖνο, πού «τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν πρέπει νά εἶναι ὑποχρεωτικό ἀλλά νά διδάσκονται ὅλα τά δόγματα». Αὐτή ἡ τάση τονίζει ἀκριβῶς τήν ἀνάγκη τῆς διαλεκτικῆς, ὅπως ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία τήν ἐφήρμοζε καί κατανοοῦσε διαχρονικά τό περιεχόμενο τῆς πίστης σέ ἀναφορά πρός τούς «ἄλλους». Σέ μία διαλεκτική καί μέ μία ἀνοικτότητα.
Ἄλλως κινδυνεύουμε νά μετατρέψουμε τήν ὅλη Ἐκκλησία καί τό γεγονός τῆς πίστης μας σέ μία ὀργάνωση θρησκολήπτων ὁπαδῶν μέ μία ἰδεολογικοποιημένη ἀντίληψη μεταφυσικῶν καί μεταψυχικῶν ἀναφορῶν, ἀπόμακρη ἀπό τό γεγονός τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης, ὅπου τό κάθε τι, μέ μία προτεσταντικοῦ τύπου ἠθική καί μέ προεκτάσεις καί ἐξυπηρετήσεις, κοινωνιολογικοῦ καί κοινωνικοῦ χαρακτήρα, θά περιορίζει τή ζωή στό σή¬με¬ρα χωρίς καμμία προοπτική γιά τό αὔριο, ὡς μία πορεία δυναμική ἀνα¬νεω¬τική, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία θά παραμένει ἀπομονωμένη ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀνθρώπινη κοινωνία καί πραγματικότητα καί περιορισμένη στά ὅρια μιᾶς παθολογικῆς θρησκοληψίας καί εὐσεβοφάνειας. Στῶμεν καλῶς ‼!
      

 

κοινοποίηση άρθρου:

Περισσότερα

Διαβάστε ακόμη

10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ μνήμη της Αγίας Σχολαστικής

Το όνομα της Σχολαστικής, αδελφής του Αγίου Βενεδίκτου, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αρχή του κοινοβιακού δυτικού μοναχισμού. Ο Βενέδικτος προέτρεπε η διακονία προς το

Mελέτη του Ευαγγελίου της ημέρας

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΗΣ 5ης ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 10 Φεβρουαρίου 2025                                   Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν Επικαλούμαι το Πνεύμα

Ιταλία: π. Mauricio Patriciello “Συκοφαντημένοι για χρόνια – τώρα κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί . Εδώ πεθαίνουμε”

ΙΤΑΛΙΑ: π. MAURIZIO PATRICIELLO  «ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΧΡΟΝΙΑ – ΤΩΡΑ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΡΝΗΘΕΙ. ΕΔΩ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ!» Είχαμε παρουσιάσει τον εφημέριο του «Αγίου Αποστόλου Παύλου»