Όπως ήδη προανάφερα, η περισσότερο ομογενής και σημαντική σε αριθμό καθολική κοινότητα στις Κυκλάδες ήταν εκείνη της Τήνου. Διέθετε ένα επίσκοπο και σημαντικό αριθμό γηγενών ιερέων, περισσότερων απ’ όσους είχε ανάγκη για την κάλυψη των 45 ενοριακών θέσεων. Κάποιοι, όπως επίσης σημείωσα και πιο πάνω, αναγκάζονταν να μεταναστεύουν αλλού προκειμένου να εργαστούν. Η μετανάστευση κληρικών ακολουθούσε τη μετανάστευση του ποιμνίου. Υπήρχαν ακόμα 3 ανδρικά μοναστήρια, ένα των Ιησουιτών (στο παλιό Borgo, το Ξώμπουργο) και 2 των Φραγκισκανών (Αγ. Φραγκίσκος και Αγ. Αντώνιος κοντά στη Χώρα του Αγ. Νικολάου).Η καθολική κοινότητα στα τελευταία 50 χρόνια ήταν πολύ άσχημα διαιρεμένη εξαιτίας της προσπάθειας των μοναχών να ελέγχουν τον εκάστοτε επίσκοπο στα διοικητικά της τοπικής Εκκλησίας. Τόσο ο κλήρος, όσο και ο λαός ήταν διχασμένοι βαθιά σ’ αυτό τον αγώνα εξουσίας και ελέγχου. Όταν, όμως, άρχισε ο διωγμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εναντίον της καθολικής μειονότητας, αυτή η τελευταία αισθάνθηκε την ανάγκη να συμπτυχθεί. Αν και χωρίς να πάψουν τελείως οι εσωτερικές διαμάχες, προς το τέλος του 18ου αιώνα, δυναμικοί επίσκοποι που στάλθηκαν από τη Ρώμη, εκλεγμένοι όχι από τον τοπικό κλήρο, ένωσαν το ποίμνιό τους κάτω από την καθοδήγησή τους. Ο κλήρος επίσης ενώθηκε και όταν ναυάγησαν όλες οι προσπάθειες για ειρηνική συμβίωση μεταξύ των δυο δογμάτων στο νησί, η θρησκευτική καθολική κοινότητα απέκτησε και πολιτική οντότητα. Πολιτικές και κοινωνικές ομάδες διαμορφώθηκαν σε φατρίες που ήθελαν να ελέγχουν πολιτικά και οικονομικά το νησί, κάτι που οδήγησε σε μεγαλύτερη πόλωση τις δυο θρησκευτικές κοινότητες. Στην αντικαθολική φατρία δέσποζαν οι οικονομικοί προύχοντες που έλεγχαν τη φορολογία και τα δοσίματα με τα μεγάλα κεφάλαια που διέθεταν από εμπορικές δραστηριότητες. Τότε η καθολική κοινότητα του νησιού αποσχίστηκε από την «Κοινότητα της Τήνου» και διαμόρφωσαν την «Κοινότητα των Λατίνων», που οργανώθηκε πολύ καλά αφού διέθετε όχι μόνο μια σημαντική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και τη γαλλική προστασία. Η απόλυτη πλειονότητα των καθολικών ήταν γεωργοί, όπως προανέφερα και κοινωνικά στην κατώτερη τάξη. Όμως ήταν αυτοί που σήκωναν στους ώμους τους το κύριο βάρος της φορολογίας, ενώ οι έμποροι (κυρίως ορθόδοξοι κάτοικοι της πρωτεύουσας) απολάμβαναν τα πλούσια και σχεδόν αφορολόγητα εισοδήματά τους.
Αντίστοιχη κίνηση σημειώθηκε και στη Σαντορίνη και τη Νάξο. Όμως η καθεμιά «Κοινότητα των Λατίνων» είχε τα δικά της χαρακτηριστικά και τις δικές τις προτεραιότητες και συμφέροντα να υπερασπίσει.
Στη Νάξο, οι καθολικοί αποτελούσαν ένα πολύ μικρό κομμάτι του πληθυσμού του μεγαλύτερου νησιού των Κυκλάδων. Κοινωνικά ανήκαν στην αριστοκρατία και έλεγχαν με φεουδαρχικό ακόμα τρόπο μεγάλο μερίδιο του παραγωγικού πλούτου του νησιού. Ως ένα βαθμό αποτελούσε ένα ζωντανό απολίθωμα του δυτικού φεουδαρχισμού του Δουκάτου του Αιγαίου, που αν και είχε καταλυθεί από τον 16ο αιώνα, δεν έλεγε να αλλάξει ουσιαστικά. Επιθυμούσαν, λοιπόν, οι οικογένειες του Κάστρου να διατηρήσουν με κάθε τρόπο τα προνόμια της αριστοκρατικής τους καταγωγής και κάποιοι συντηρούσαν ενδόμυχα μια απατηλή ελπίδα πως ίσως κάποτε να επέστρεφαν τα μεγαλεία της φράγκικης εξουσίας, της οποίας θεωρούνταν απόγονοι και διάδοχοι. Λανθασμένα βέβαια, κάποιοι θεωρούσαν τη γαλλική προστασία ως ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση… Οπότε, η απόσχισή τους από το «Κοινό της Αξιάς» και η ανεξαρτητοποίηση της «Κοινότητας των Λατίνων» της Νάξου, με την πρόφαση του θρησκευτικού διωγμού, δεν είχε τα ίδια κίνητρα με εκείνα των Λατίνων της Τήνου.
Κάτι ενδιάμεσο μεταξύ της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε στην Τήνο και στη Νάξο, ίσχυε στη Σαντορίνη, όπου ο καθολικός πληθυσμός είχε μικτή κοινωνική καταγωγή. Η Σαντορίνη είχε υπάρξει το δεύτερο σε σπουδαιότητα νησί του Δουκάτου του Αιγαίου και επιζούσαν ακόμα φεουδαρχικές πρακτικές μεταξύ των ονομαστών αριστοκρατικών οικογενειών του Σκάρου. Όμως, κοντά στην υπερηφάνεια της αριστοκρατικής τάξης, τη σπουδαιότητα των αξιόλογων γαλλικών σχολείων και μονών, υπήρχε και ένας σημαντικός αριθμός καθολικών κατώτερης κοινωνικής τάξης που ζούσαν χάρη στη χειρωνακτική τους εργασία στα αμπέλια και στα χωράφια του νησιού. Η καταπίεση από το ορθόδοξο στοιχείο ήταν σημαντική, αλλά, ενώ κατά το παρελθόν η μικρή κοινότητα των Ιησουιτών αντιστεκόταν επιθετικά σ’ αυτήν, η κατάργηση του τάγματος και η αντικατάστασή τους από τους πολύ ηπιότερους Λαζαριστές, έφερε την καθολική κοινότητα της Σαντορίνης σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Οι αυξημένες οικονομικές δυνατότητες και η εγκατάσταση στο νησί γαλλικής καταγωγής οικογενειών, σε συνδυασμό με τη θρησκευτική απαξίωση, κατέστησε αναπόφευκτη τη δημιουργία μιας δυναμικής «Κοινότητας Λατίνων της Σαντορίνης», η οποία τέθηκε πολύ γρήγορα κάτω από την άμεση γαλλική προστασία και απέκτησε τα δικά της προνόμια. Ο καθολικός πληθυσμός του νησιού δεν ξεπερνούσε τα 650 άτομα.
Η Σύρος είχε και αυτή τη δική της ξεχωριστή φυσιογνωμία. Σχεδόν το 95% του πληθυσμού ήταν καθολικοί και κατοικούσαν στον ένα και μοναδικό οικισμό του νησιού. Αν και αναφέρονται έως και 5000 κάτοικοι στο νησί την περίοδο της Επανάστασης, ο αριθμός αυτός πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερα υπερβολικός. Οι καθολικοί κάτοικοι, κατά τις ενοριακές απογραφές που είναι οι πλέον αξιόπιστες, δεν περνούσαν τις 2300 ψυχές, ενώ κάποιοι απ’ αυτούς βρίσκονταν για λόγους εργασίας στην Πόλη και τη Σμύρνη.
Η Σύρος είχε τις πλέον τρομακτικές μνήμες από την τουρκική σκλαβιά. Οι δηώσεις και οι εξανδραποδισμοί ήταν αρκετά συχνοί, περισσότεροι από οποιοδήποτε άλλο νησί των Κυκλάδων, πολύ πιθανόν εξαιτίας του σχεδόν αποκλειστικού καθολικού θρησκεύματος των κατοίκων. Μόνη η Σύρος, σε όλο Αιγαίο, κατά τη διάρκεια των 400 ετών καταδυνάστευσης, είχε το θλιβερό προνόμιο να δει ένα επίσκοπό της και ένα ιερέα του να τους απαγχονίζουν οι τούρκοι στα ιστία της τουρκικής ναυαρχίδας. Και φαίνεται πως η δολοφονία αυτή δεν ήταν χωρίς θρησκευτικά κίνητρα.
Όλες, λοιπόν, οι καθολικές κοινότητες των Κυκλάδων βρίσκονταν υπό συνεχή διωγμό κι η μόνη γαλλική προστασία μπορούσε να εξασφαλίσει το «προνόμιο» της ειρηνικής διαβίωσης που απολάμβαναν και οι υπόλοιποι νησιώτες. Συχνά οι καθολικοί των Κυκλάδων κατακρίνονται από τους ιστορικούς ή τους αρθρογράφους για την προστασία που απολάμβαναν τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας εκ μέρους της Γαλλίας, αλλά ξεχνούν να αναφερθούν με παρόμοιους όρους για την προστασία που απολάμβαναν οι ορθόδοξοι ραγιάδες από το οθωμανικό κράτος μέσω του πατριαρχείου, αλλά και από τη Ρωσία, ιδιαίτερα κατά την αμέσως προγενέστερη περίοδο της Επανάστασης.
Επειδή η θέση αυτή δεν είναι για να αναπτυχθεί ευρύτερα ένα θέμα τόσο πολυεδρικό, θα πρέπει να πούμε πως οι καθολικοί των Κυκλάδων είχαν τεθεί κάτω από τη γαλλική προστασία πολύ πριν την έναρξη της Επανάστασης, για να αποφύγουν την αλαζονεία τόσο των οθωμανικών αρχών, όσο και τον διωγμό από την ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία δρούσε τόσο από τον κεντρική της έδρα στο Φανάρι, όσο και από τους επιτόπιους φορείς της. Θα πρέπει να σημειώσω, πως τουλάχιστον στην Τήνο οι τοπικοί επίσκοποι ως την εκλογή του αρχιεπισκόπου Γαβριήλ, δεν δίσταζαν να υπερασπίζονται θέσεις της καθολικής κοινότητας ενάντια στη φανατισμένη πρακτική των ομόδοξών τους (και κυρίως της άρχουσας τάξης) και για τούτο τους κατηγορούσαν στο Πατριαρχείο και ζητούσαν την αποπομπή τους.
Οι καθολικές κοινότητες του Αιγαίου δεν είχαν ενημερωθεί για την προετοιμασία της Επανάστασης από τη Φιλική Εταιρεία και ως ένα βαθμό το θεωρώ φυσικό. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ούτε τότε υπήρξε οποιαδήποτε ενημέρωση, αλλά η ασυδοσία που ακολούθησε (ήταν φυσική συνέπεια εξάλλου) οι καθολικές Κοινότητες βρέθηκαν στο στόχαστρο των επαναστατημένων (εντός ή εκτός παρενθέσεως). Να σκεφτεί κανείς πως όταν έφτασε στην Τήνο η είδηση του απαγχονισμού του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ κάτοικοι ορθόδοξων χωριών κινήθηκαν εναντίον του καθολικού επισκόπου για να τον αρπάξουν και να τον απαγχονίσουν ως υπαίτιο! Ταυτόχρονα έφτασε και η είδηση του απαγχονισμού στις φυλακές της Πόλης και του Φραγκίσκου Γεωργαντόπουλου, τηνιακού δυνάστη του νησιού, μέλους της Φιλικής Εταιρίας που, όπως φαίνεται, αποκάλυψε στους Οθωμανούς τα ονόματα των Φιλικών της Πόλης, μάλλον κάτω από βασανιστήρια. Την ίδια μέρα τον απαγχόνισαν. Τα Αρχεία βρίθουν από κατηγορίες εναντίον του για τον δεσποτισμό και την καταπίεση που άσκησε εναντίον των καθολικών του νησιού… Ακόμα και οι ομόφρονές του τον κατέκριναν και μάλιστα μετά θάνατον…
π. Μάρκος Φώσκολος
(συνεχίζεται)