Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
ΚΑΙ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ
ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
Από τις 6 Μαΐου 2024 ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν, μετατρέψει σε τζαμί το καθολικό του σπουδαίου βυζαντινού μνημείου «Μονής της Χώρας» στη Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για το πιο γνωστό βυζαντινό μνημείο της Πόλης, μετά από αυτό της Αγίας Σοφίας. Η πιο γνωστή τοιχογραφία του παρεκκλησίου είναι η «Εις Άδου Κάθοδος» (14ος αιώνας), εικόνα που αυτές τις ημέρες είδαμε συχνά να συνοδεύει τις πασχαλινές ευχές. Η δραματοποιημένη περιγραφή αυτής της εικόνας και όλων των άλλων βυζαντινών εικόνων της Ανάστασης, με τα διάφορα πρόσωπα της σκηνής, τη βρίσκουμε μόνο στα λεγόμενα «απόκρυφα ευαγγέλια».
Τα «απόκρυφα βιβλία» της Καινής Διαθήκης είναι θρησκευτικά κείμενα που, από την χριστιανική παράδοση, αποκλείστηκαν ως μη αυθεντικά και ως μη κανονικά, σε σχέση με τα «κανονικά» βιβλία της Αγίας Γραφής. Είναι ψευδεπίγραφα βιβλία (ευαγγέλια, πράξεις, αποκαλύψεις…) που έγραψε -δήθεν- κάποιος από τους Αποστόλους ή άλλο γνωστό πρόσωπο της Βίβλου. Πρόκειται για πολύ παλαιά κείμενα, μεταξύ του τέλους του 1ου και 2ου αιώνα, που μας δίνουν μια ζωντανή εικόνα των χριστιανικών κοινοτήτων της εποχής εκείνης.
Η απόκρυφη λογοτεχνία έχει ασκήσει σημαντική επιρροή στο λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό, λατρευτικό και λειτουργικό τομέα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς το πώς, εορτές όπως τα Εισόδια της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) ή η ιστορία του Αγίου Ιωσήφ, γέρου και με παιδιά από κάποιο πρώτο γάμο, είναι παρμένα από τα απόκρυφα ευαγγέλια.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να προσφέρουμε μια μικρή περίληψη με ό,τι αυτά τα απόκρυφα έργα διηγούνται για την Ανάσταση του Χριστού, γεγονότα που δεν τα βρίσκουμε στα κανονικά ευαγγέλια. Ως πρώτη προσπάθεια, επιλέγουμε δύο επεισόδια: Η κάθοδος του Αναστημένου Χριστού στον Άδη και η εμφάνιση του στην Μητέρα του.
Η κάθοδος του Χριστού στον Άδη
Αν και έχουμε μια γενική αναφορά της καθόδου του Αναστημένου στον Άδη, μόνο στην Α’ Επιστολή του Πέτρου (3,19-20), την λεπτομερή περιγραφή αυτού του γεγονότος την συναντάμε μόνο στα απόκρυφα. Σε αυτά βασίζεται αποκλειστικά και η βυζαντινή εικονογράφηση της «Ανάστασης».
Για να κατανοήσουμε πλήρως το νόημα αυτής της «καθόδου», πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην εβραϊκή παράδοση, στον «Άδη» (στα εβραϊκά «Sheo’l») ή στον «τόπο των νεκρών», υπήρχε ένας τόπος για τους κακούς και ένας άλλος για τους καλούς. Ο πρώτος ονομαζόταν αόριστα «Άδης» και ο δεύτερος «κόλπος του Αβραάμ», γνωστός και από την παραβολή του πλούσιου και του ζητιάνου Λαζάρου (βλ. Λουκάς 16,22-26). Στη διήγηση της «καθόδου», ο Ιησούς «κατέβηκε» στο «Άδη» (τον οποίο συχνά οι Εβραίοι φαντάζονταν ως υπόγειο μέρος, σύμφωνα με την τότε αναπαράσταση του κόσμου: ουρανός, γη, θάλασσα, καταχθόνια…) και απελευθέρωσε τους δικαίους που βρίσκονταν «στους κόλπους του Αβραάμ» περιμένοντας τον ερχομό του.
Από τα διάφορα απόκρυφα που περιγράφουν αυτή τη σκηνή, θα αναφερθούμε σε έναν άγνωστο συγγραφέα, που δραματοποίησε την κάθοδο του Ιησού στον Άδη μέσα από ένα μικρό αριστούργημα με τίτλο «Εις Άδου κάθοδος», κείμενο που αποτελεί το δεύτερο μέρος του λεγόμενου «Ευαγγελίου του Νικοδήμου» (2ος μ. Χ. και που είναι γραμμένο στα ελληνικά).
Ο συγγραφέας, τοποθετεί τη διήγησή του στο στόμα δύο νεκρών, που αναστήθηκαν κατά τον θάνατο του Κυρίου και οι οποίοι έπρεπε να μαρτυρήσουν τί είχε συμβεί εκεί, κάτι που σαφώς, κανείς ζωντανός δεν μπορούσε να είναι παρών.
Διαβάζουμε σε αυτό το απόκρυφο: «Όταν ο Ιησούς πεθαίνει, λαμβάνει χώρα μια διαμάχη στον «Άδη» μεταξύ του Σατανά, ο οποίος είχε υποκινήσει τον θάνατο του Ιησού, και του Θανάτου, σχετικά με την άγνωστη δύναμη του Νεκρού, δηλαδή του Αναστημένου Ιησού. Εν τω μεταξύ, ακούγεται μια φωνή, σαν βροντή: «Ω πρίγκιπες, απομακρύνετε τις πύλες σας, σηκώστε τις αιώνιες πύλες σας και ο βασιλιάς της δόξας θα εισέλθει. Η κόλαση ρωτά: Ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας; Εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο φως φωτίζει τον Άδη και εμφανίζεται ο Ιησούς. Η Κόλαση, ο Θάνατος και οι υπηρέτες τους αναφωνούν: «Νικηθήκαμε από σένα». Η χαρά των φυλακισμένων είναι τεράστια: οι προφήτες Ησαΐας, Δαβίδ και οι άλλοι, αναγνωρίζουν αυτόν που είχαν αναγγείλει. Ο Αδάμ, ο Αβραάμ, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο γέροντας Συμεών και πολλοί άλλοι, εκφράζουν τη χαρά τους. Ο Αδάμ σκύβει στα γόνατά του μπροστά στον Ιησού και αναφωνεί: «Δεν επέτρεψες στους εχθρούς μου να χαρούν πάνω μου» και ο Σωτήρας άπλωσε το χέρι του και έκανε το σημείο του σταυρού πάνω στον Αδάμ και σε όλους τους αγίους, και κρατώντας τον Αδάμ με το δεξί του χέρι, ανέβηκε από τον Άδη ακολουθούμενος από όλους τους αγίους».
Όταν έφτασαν οι απελευθερωμένοι, ο αρχάγγελος Μιχαήλ, επιφορτισμένος να ανοίξει την πόρτα, «τους εισήγαγε στη δόξα του Παραδείσου».
Όπως είναι φανερό, για να δραματοποιήσει την εκδίπλωση αυτών των γεγονότων, ο ανώνυμος συγγραφέας χρησιμοποίησε κατ’ αρχάς τον Ψαλμό 24 και στη συνέχεια άλλα μεσσιανικά χωρία. Κατάφερε έτσι να ανασυνθέσει μια αρμονική σκηνή γεμάτη θεολογική σημασία. Η πλοκή του βιβλιαρίου χρησιμοποιήθηκε ως βάση για την εικονογραφική σύνθεση της «Αναστάσεως», η οποία χρησιμοποιείται από τον 8ο αιώνα και μετά, όπου ο Ιησούς παίρνει τον Αδάμ από το χέρι για να τον μεταφέρει στον Παράδεισο, εν μέσω της αγαλλίασης των άλλων και της σύγχυσης του Θανάτου που βρίσκεται αλυσοδεμένος στα πόδια του Ιησού.
Ο Ιησούς εμφανίζεται στη μητέρα του
Το μικρό έγγραφο που είναι γνωστό ως «Ευαγγέλιο του Γαμαλιήλ» (γραμμένο στα κοπτικά) αφιερώνει την προσοχή του στην περιγραφή της Μητέρας του Ιησού για το θάνατο και την ανάστασή του. Στο άκουσμα της απάρνησης του Πέτρου, η Μαρία κλαίει, αλλά ο Ιωάννης την κάνει να συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται για προδοσία όπως εκείνη του Ιούδα: «Τώρα, κυρία και μητέρα μου, μην κλαις για τον πατέρα Πέτρο, γιατί η άρνησή του θα είναι για τη μετάνοια των αμαρτωλών. Ο ίδιος αρνήθηκε την υπόσχεσή του και έπρεπε να πιστέψει τα λόγια του Κυρίου που είχε προβλέψει την άρνησή του».
Όταν η φωνή του Ιησού σώπασε, όταν αυτός, κρεμασμένος στο ξύλο του σταυρού, εξέπνευσε την ψυχή του, ολόκληρη η πόλη τρομοκρατήθηκε από το ταρακούνημα της γης, από τα σημεία και θαύματα που έλαβαν χώρα στον ουρανό. Όταν η Παρθένος είδε ότι η γη σείστηκε και σκοτάδι απλώθηκε σε όλη την πόλη, αναφώνησε δυνατά, λέγοντας: «Αυτά τα θαύματα που συμβαίνουν, αναγγέλλουν το θάνατο του γιου μου!».
Ενώ μιλούσε έτσι, ο Ιωάννης επέστρεψε, στάθηκε κοντά της και έκλαψε. Η Παρθένος τον ρώτησε: «Ιωάννη, είναι όντως ο γιος μου νεκρός στον σταυρό;». Εκείνος έσκυψε το κεφάλι και της είπε: «Ναι, μητέρα μου, είναι νεκρός».
Το πρωί της Κυριακής, η Μητέρα του Ιησού πήγε στον τάφο του, «αλλά δεν είδε το σώμα του γιου της, γύρισε και όρθια δίπλα σε έναν θάμνο θυμιάματος, είδε τον Θεό ντυμένο με ένα λαμπρό ένδυμα από ουράνια πορφύρα… Ο Ιησούς της είπε: «Αρκετά δάκρυα έχυσες. Αυτός που σταυρώθηκε είναι ζωντανός και σου μιλάει … Κανείς δεν πήρε το πτώμα μου, αλλά, ω μητέρα μου, εγώ αναστήθηκα με το θέλημα του Πατέρα μου. Σήμερα ήρθες στον τάφο μου, ω μητέρα μου, καθώς έβγαλα από τον Κάτω Κόσμο εκείνους που ήταν αλυσοδεμένοι και έσωσα εκείνους που είχαν πέσει στην αμαρτία».
«Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η καρδιά της Παρθένου γέμισε με δύναμη και παρηγοριά: έπαψε να κλαίει και να σβήνει. Τα μάτια της είχαν τη δυνατότητα να ατενίζουν και να συλλογίζονται τη θεότητά του. Τότε του είπε: “Αναστήθηκες λοιπόν, Κύριε και υιέ μου! Ευτυχισμένη ανάσταση! Και γονάτισε για να τον φιλήσει. Εκείνος όμως της είπε: “Αρκεί για σένα, μητέρα μου, η χαρά της ανάστασης. Δες τους αιχμαλώτους του Κάτω Κόσμου, που χαίρονται και πανηγυρίζουν, και τους οποίους φέρνω ως δώρο στον Πατέρα μου, πριν τους οδηγήσω στους κήπους της Εδέμ. Η αγνή Παρθένος κοίταξε και είδε γύρω του τους αιχμαλώτους που είχε φέρει από τον Κάτω Κόσμο: φορούσαν λευκά πορφυρά ενδύματα, και στο θέαμα αυτό έμεινε έκπληκτη. Ο Ιησούς της είπε: “Τρέξε στους αδελφούς μου και φέρε τα χαρμόσυνα νέα της ανάστασής μου”».
Προφανώς, ο συγγραφέας αφηγείται την εμφάνιση του Ιησού στη μητέρα του και χρησιμοποιεί φράσεις δανεισμένες από το κανονικό ευαγγέλιο, σχετικά με τη Μαρία την Μαγδαληνή.
+ Ιωάννης Σπιτέρης