Η ΘΕΟΛΟΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑΣ
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Η Εκκλησία είναι Κοινωνία, διότι είναι εικόνα της Αγίας Τριάδας
Δυνάμει του βαπτίσματος, δια της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, εν Ιησού Χριστώ, γίναμε παιδιά του μόνου Πατέρα και μέσω της συμμετοχής στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου εισερχόμαστε σε βαθιά ένωση με όλους τους άλλους πιστούς, που αποτελούν εν Χριστώ ένα μοναδικό σώμα, την Εκκλησία. Δια της συμμετοχής, μέσω του βαπτίσματος, στην ιερατική, προφητική και βασιλική διακονία του Χριστού, υπάρχει μεταξύ των πιστών μια ισότητα στην αξιοπρέπεια και στη δράση, καθότι όλοι, κληθέντες στην αγιοσύνη με την άσκηση της αγάπης, συνεργάζονται στην οικοδόμηση του σώματος του Χριστού και εκτελούν την αποστολή, την οποία εμπιστεύθηκε ο Θεός στην Εκκλησία να πραγματοποιήσει μέσα στον κόσμο.
Η Εκκλησία είναι, από τη σύστασή της, κοινωνία των αγίων, εφόσον όλοι οι πιστοί, συμμετέχοντας στα ίδια αγαθά της σωτηρίας (τα «άγια αγαθά»), έχουν καταστεί άγιοι με το δεσμό της αγάπης και με την ένωση της προσευχής. Παρόλα αυτά, κάθε χριστιανός ακολουθεί πιστά και συγκεκριμένα την κλήση του στην αγιοσύνη, οικοδομώντας το σώμα του Χριστού με τον δικό του τρόπο, σύμφωνα με τα δώρα που έλαβε από το Πνεύμα και τη διακονία και τις υπηρεσίες που έχει κληθεί να ασκήσει μέσα στην Εκκλησία, η οποία, πραγματώνεται ως κοινωνία χαρισμάτων και διακονιών. Έτσι η ισότητα εμπλουτίζεται από την πολυμορφία της διαφορετικότητας.
Ως Εκκλησία-Κοινωνία εννοούμε τη βαθιά ένωση των ανθρώπων μεταξύ τους και με την Αγιότατη Τριάδα· ένωση που θέλησε ο Θεός, πραγματοποιήθηκε εν Χριστώ, κατέστη εφικτή και συντελείται από το Άγιο Πνεύμα. Αυτή η πραγματική ένωση-κοινωνία φανερώνεται, πραγματοποιείται, τροφοδοτείται και νομιμοποιείται από την είσοδο στην κοινή πίστη, από τη συμμετοχή στα ίδια ιερά μυστήρια και από την αφοσίωση στους ποιμένες που θέλησε ο Χριστός.
Στην περίπτωση της Εκκλησίας-κοινωνίας, η ενότητα είναι οντολογική και δημιουργείται και προέρχεται από την Τριαδική ενότητα: Sic apparet universa Ecclesia, sic ut de unitate Patris et Filii et Spiritus Sancti plebs adunata («Έτσι παρουσιάζεται η παγκόσμια Εκκλησία, ως ένας λαός συναγμένος από την ενότητα του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (ΑΓ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ, De oratione domenica: PL 4, 553, αναφέρεται στην Lumen Gentium, 4). Στην περίπτωση αυτή, ο ύψιστος νόμος της κοινότητας δεν είναι κάτι που επιβλήθηκε έξωθεν αλλά αναβλύζει έσωθεν και αυτό είναι η Αγάπη, που καθιστά την ίδια τη ζωή κοινότητα-κοινωνία.
Η εκκλησιακή Κοινωνία τελικός σκοπός της δημιουργίας
Η Εκκλησία-Κοινωνία αποτελεί τον τελικό σκοπό του αιώνιου σχεδίου του Θεού και τα πάντα κατατείνουν σ’ αυτόν τον ύψιστο σκοπό στην ιστορία της σωτηρίας (δημιουργία, εκλεκτός λαός, αποκάλυψη, σάρκωση, ζωή, θάνατος και ανάσταση του Χριστού) και στην ίδια τη ζωή της Εκκλησίας (ιερά μυστήρια, προσευχή, ασκητική, χριστιανική ζωή, μοναστική ζωή…).
Η Εκκλησία δεν έχει κανένα άλλο λόγο ύπαρξης παρά το να καταστήσει δυνατή την «κοινωνία» μεταξύ των ανθρώπων, να ανοίξει την τριαδική ζωή σε όλη την ανθρωπότητα, «να εξυψώσει τους ανθρώπους στη συμμετοχή της θεϊκής ζωής» (Βλ. Ad Gentes 2). Και επειδή η θεϊκή ζωή είναι ζωή τριαδική (ζωή κοινωνίας), η Εκκλησία είναι το «μυστήριο» όπου προσφέρεται η δυνατότητα στους ανθρώπους να σωθούν όχι μεμονωμένα και ατομικά, αλλά με τρόπο κοινοτικό, ως μέλη της μοναδικής οικογένειας του Θεού. Για τον λόγο αυτόν, καθώς διατυπώνεται στο Διάταγμα της Β’ Συνόδου του Βατικανού Ad gentes, «άρεσε στον Θεό να καλέσει τους ανθρώπους να συμμετάσχουν στη ζωή του, όχι έναν προς έναν, χωρίς καμία σύνδεση μεταξύ τους, αλλά να τους συγκεντρώσει σε έναν λαό, στον οποίο τα παιδιά του, που ήταν διασκορπισμένα, να συναχθούν σε ενότητα» (αρ. 2). Ο Θεός Πατέρας, διαμέσου του Υιού του Ιησού Χριστού, μας αναγεννά στο Πνεύμα το οποίο μέσα μας κραυγάζει «Αββά-Πατέρα» και μας εισάγει σε μια βαθιά ενότητα την οποία μπορούμε να βρούμε μόνο στην ενδοτριαδική ενότητα.
«Ο Θεός – γράφει ο μεγάλος καθολικός θεολόγος Henri de Lubac (1896 -1991) – δεν μας δημιούργησε για να μείνουμε μέσα στα όρια της φύσης, ούτε για να ζήσουμε μια μοναχική περιπέτεια. Μας δημιούργησε για να εισέλθουμε μαζί στους κόλπους της τριαδικής ζωής. Ο Ιησούς Χριστός πρόσφερε τη θυσία του εαυτού του προκειμένου να γίνουμε ένα μόνο πράγμα μέσα σε αυτήν την ενότητα των θείων Προσώπων. Υπάρχει ένας χώρος όπου, ήδη σε αυτήν τη γη, αρχίζει η συνάντηση πάντων μέσα στην Αγία Τριάδα. Υπάρχει μια οικογένεια του Θεού, μια μυστηριακή προέκταση της Αγίας Τριάδας μέσα στον χρόνο, η οποία όχι μόνο μας προετοιμάζει γι’ αυτήν την αιώνια ενότητα ζωής και την εγγυάται με σιγουριά, αλλά μας καθιστά ήδη συμμέτοχους σ’ αυτήν. Μοναδική κοινωνία ανθρώπων, εντελώς «ανοικτή», η μόνη που στέκεται στο ύψος της ενδόμυχης φιλοδοξίας μας, και μέσα στην οποία μπορούμε να επιτύχουμε πληρότητα σε όλες τις διαστάσεις μας» (H. DE LUBAC, Μελέτες πάνω στην Εκκλησία, JacaBook, Milano 1968, 292-293).
Αυτή η οικογένεια, αυτός ο «χώρος» όπου όλοι εμείς είμαστε πραγματικά ενωμένοι, όπου ξεπερνιούνται οι εθνικιστικές διαφορές, κοινωνικές αντιπαλότητες και οι ατομικές ιδιαιτερότητες, είναι προφανώς η Εκκλησία ως «κοινότητα – κοινωνία». Έτσι, αυτή, καθίσταται δύναμη και εγγύηση της ενότητας. Καμιά ιδεολογία δεν θα μπορούσε να έχει αυτήν την ενδόμυχη και ανεξάντλητη δύναμη για να ενώσει τους ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών, διαφορετικών πολιτισμών, διαφορετικής μόρφωσης. Μόνο στην Εκκλησία πραγματοποιείται αυτό το θαύμα της «κοινωνίας».
Τελειώνοντας θα επιθυμούσα να συμμεριστώ τα λόγια ενός ορθοδόξου θεολόγου που αφορούν τη σχέση Καθολικών και ορθοδόξων αναφορικά με την Εκκλησιακή Κοινωνία:
«Η εκκλησιολογία της κοινωνίας παρουσιάζεται να είναι σήμερα ένας κοινός τόπος μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών, χωρίς ωστόσο να ταυτίζονται πάντα οι αντιλήψεις, ή κατανόηση και οι πραγματώσεις που καλύπτουν την έννοια της «κοινωνίας». Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για την ιστορία, το περιεχόμενο, τις επιδράσεις κ.λπ. της εκκλησιολογίας της κοινωνίας, καθώς και για την ευχαριστιακή εκκλησιολογία. Ας κρατήσουμε από τα κείμενα του (θεολογικού) διαλόγου (μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων) ότι ορθόδοξοι και ρωμαιοκαθολικοί μοιράζονται τα θεμελιώδη εκκλησιολογικά στοιχεία της συνοδικότητας, ήτοι την Τριαδολογική βάση και την ευχαριστιακή πραγμάτωση. Με τον όρο συνοδικότητα εκφράζουμε την κοινοτική και κοινωνιακή (communionelle) της Εκκλησίας ως συνάθροισης των ανθρώπων και ως κοινής συλλογικής πορείας (συν-οδεύω) με κατεξοχήν βέβαια πράξη του ‟συνέρχεσθαι επί τό αυτό‶, την Ευχαριστία. Είναι σημαντικό για τον διάλογο να διαπιστώσουμε ότι στο θέμα αυτό σχεδόν μοιραζόμαστε θεωρητικά την εκκλησιολογία της κοινωνίας ή την ευχαριστιακή εκκλησιολογία…Το ερώτημα πού τίθεται είναι το έξης: άραγε ή σύγκλιση αυτή μεταφράζεται σέ πράξη»; (Π. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΜΗΛΤΟΣ, «Συνοδικότητα, Κλειδί στην προσέγγιση Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών», εις ΣΥΝΑΞΗ, 159, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2021, σελ. 10).
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος πρώην Κερκύρας
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ