“Η Εκκλησία δεν είναι μία ελίτ ιερέων. Οι ενεργοί λαϊκοί δεν αντικαθιστούν τους ιερείς”
Ο κληρικαλισμός, λαϊκό ποιμαντικό έργο, μια λαϊκή δέσμευση που δεν έχει να κάνει με «τις αρμοδιότητες των ιερέων». Είναι οι συντεταγμένες πάνω στις οποίες κινείται η μακριά επιστολή που ο Πάπας Φραγκίσκος απέστειλε σήμερα στον πρόεδρο της Ποντιφικής Επιτροπής για τη Λατινική Αμερική, τον Καρδινάλιο Marc Ouellet. Η επιστολή είναι καρπός σκέψεων του Πάπα μετά την ακρόαση της 4ης Μαρτίου προς τους συμμετέχοντες στην Ολομέλειας του οργανισμού, με θέμα «Η απαραίτητη δέσμευση των λαϊκών στη δημόσια ζωή» των χωρών της Λατινικής Αμερικής.
Από αυτή την ακρόαση το Γραφείο Τύπου δεν είχε δημοσιεύσει καμία ομιλία του Ποντίφικα (Η ΖΕΝΙΤ είχε δημοσιεύσει μερικά αποσπάσματα εδώ), αλλά όλα αυτά που ο Άγιος Πατέρας κοινοποίησε στους συμπατριώτες του περικλείονται σε αυτές τις δύο σελίδες – δηλώνει – «Θα επιθυμούσα να αναφέρω αυτά που μοιράστηκα σε αυτή τη συνάντηση, έτσι ώστε το πνεύμα της διάκρισης και του προβληματισμού «να μην πέσουν στο κενό».
Στο κείμενο, ο Πάπας ξεχωρίζει το ευαίσθητο θέμα της Ολομέλειας, τις δημόσιες δραστηριότητες των λαϊκών στο «δικό μας» λατινοαμερικανικό πλαίσιο, υπογραμμίζοντας ότι «είναι ο πιστός Άγιος Λαός του Θεού που ως ποιμένες καλούμαστε συνεχώς να παρακολουθούμε, να προστατεύουμε, να συνοδεύουμε, να υποστηρίζουμε και να υπηρετούμε». Επειδή «ένας πατέρας δεν διανοείται ότι είναι κάποιος χωρίς τα παιδιά του, μπορεί να είναι ένας πολύ καλός εργαζόμενος, επαγγελματίας, σύζυγος, φίλος, αλλά αυτό που τον κάνει πατέρα έχει ένα πρόσωπο: είναι τα παιδιά του».
Έτσι λοιπόν, «δεν διανοείται ποιμένας χωρίς κοπάδι, το οποίο καλείται να υπηρετεί», υπογραμμίζει ο Φραγκίσκος, «Κοιτάξτε τον πιστό στον Θεό Άγιο Λαό και αισθανθείτε αναπόσπαστο μέρος των ίδιων θέσεών μας στη ζωή, και ως εκ τούτου στα θέματα που αντιμετωπίζουμε, με διαφορετικό τρόπο». Αυτό, εξηγεί, «μας βοηθά να μην πέσουμε σε σκέψεις που μπορούν, από μόνες τους, να είναι πολύ καλές, αλλά που καταλήγουν με την έγκριση της ζωής των ανθρώπων μας ή με τη θεωρητικολογία σε τέτοιο βαθμό που οι εικασίες καταλήγουν στην δολοφονία της δράσης».
Πρέπει δηλαδή να ξεπεράσουμε «ορισμένους νομιναλισμούς δηλωτικούς (σλόγκαν)» που – παρατηρεί ο Πάπας – «είναι ωραίες φράσεις αλλά δεν καταφέρνουν να υποστηρίξουν τη ζωή των κοινοτήτων μας». Για παράδειγμα, η φράση «είναι η ώρα των λαϊκών» που δεν λειτουργεί επειδή «μοιάζει σαν να έχει σταματήσει το ρολόι».
Το να κοιτάμε τον Λαό του Θεού, προσθέτει ο Πάπας, «είναι να θυμόμαστε ότι όλοι εισερχόμαστε στην Εκκλησία ως λαϊκοί. Κανείς δεν έχει βαπτιστεί ιερέας ή επίσκοπος. Έχουμε βαπτιστεί λαϊκοί και είναι το ανεξίτηλο σημάδι που κανένας δεν μπορεί ποτέ να διαγράψει». Λοιπόν «κάνει καλό να θυμόμαστε ότι η Εκκλησία δεν είναι μια elite ιερέων, αφιερωμένων, επισκόπων, αλλά όλοι αποτελούν τον πιστό Άγιο Λαό του Θεού».
Ξεχνάμε αυτά που αφορούν «κινδύνους και στρεβλώσεις». Ένα από αυτά είναι ο «κληρικαλισμός», μια από τις «μεγαλύτερες στρεβλώσεις που η Λατινική Αμερική πρέπει να αντιμετωπίσει», που ο Πάπας ήδη έχει κατηγορήσει αυτό «τον καρπό ενός λανθασμένου τρόπου να βιώνουμε την εκκλησιολογία που είχε προταθεί από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο».
Αυτή η στάση – επιβεβαιώνει στο μήνυμα – «ακυρώνει την προσωπικότητα των χριστιανών» και «οδηγεί σε μία έγκριση των λαϊκών, αντιμετωπίζοντάς τους ως «απεσταλμένους», περιορίζοντας έτσι «τις διάφορες πρωτοβουλίες και προσπάθειες» και «την απαραίτητη τόλμη για να μπορέσουμε να φέρουμε την Καλή Είδηση του Ευαγγελίου σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και κυρίως πολιτικής ζωής». Ο κληρικαλισμός, επιμένει ο Bergoglio, «σβήνει σιγά – σιγά την προφητική φλόγα για την οποία ολόκληρη η Εκκλησία καλείται να δώσει μαρτυρία στις καρδιές των λαών της».
Ως εκ τούτου ο Πάπας Φραγκίσκος υποδεικνύει ένα ενδιαφέρον φαινόμενο που αναπαράγεται στην Λατινική Αμερική: τη λαϊκή διακονία, ένας από τους λίγους χώρους – λέει – όπου «ο λαός (συμπεριλαμβανομένου των ποιμένων του) και το Άγιο Πνεύμα θα μπορούσαν να συναντηθούν χωρίς των κληρικαλισμό που επιδιώκει να ελέγξει και να περιορίσει το χρίσμα του Θεού επάνω τους». Αυτή η διακονία, δηλώνει ο αργεντινός Ποντίφικας επικαλούμενος το Evangeliinun tiandi του Παύλου ΣΤ΄, είναι το «ερμηνευτικό κλειδί» που μπορεί να βοηθήσει να καταλάβουμε «την ενέργεια που παράγεται όταν ο πιστός Άγιος Λαός του Θεού προσεύχεται και δρα». Μία ενέργεια «που δεν παραμένει συνδεδεμένη στην οικία σφαίρα του ατόμου αλλά που, αντιθέτως, μετατρέπεται σε πολιτισμό».
Έτσι η ομιλία περνά στο έργο των λαϊκών στη δημόσια ζωή. Ο Πάπας ξεκινά από μια παρατήρηση: «Στις μέρες μας πολλές από τις πόλεις μας έχουν μετατραπεί σε πραγματικούς χώρους επιβίωσης. Χώροι όπου φαίνεται να έχουν εγκατασταθεί ο πολιτισμός αποβλήτων, που αφήνει μικρά περιθώρια στην ελπίδα. Εκεί βρίσκουμε τα αδέλφια μας, που είναι βυθισμένα σε αυτούς τους αγώνες, με τις οικογένειές τους, που επιδιώκουν όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και που, μεταξύ αντιφάσεων και αδικών, αναζητούν τον Κύριο και επιθυμούν να μαρτυρήσουν γι αυτόν».
Ως εκ τούτου, οι ποιμένες, σε αυτό το πλαίσιο, έχουν το καθήκον να «ενθαρρύνουν, να συνοδεύουν και να τονώνουν όλες τις προθέσεις και τις προσπάθειες που ήδη σήμερα γίνονται για να κρατήσουν ζωντανή την ελπίδα και την πίστη σε ένα κόσμο γεμάτο αντιφάσεις, κυρίως για τους πιο φτωχούς, ειδικά με τους πιο φτωχούς». Αυτό σημαίνει, «ότι πρέπει να δεσμευτούμε δια μέσω του λαού μας και, με τον λαό μας, να υποστηρίξουμε την πίστη και την ελπίδα του. Ανοίγοντας πόρτες, εργαζόμενοι μαζί του, κάνοντας όνειρα μαζί του, σκεφτόμενοι και κυρίως προσευχόμενοι μαζί του».
Επίσης, προσθέτει ο Πάπας, «κάνει καλό να αναρωτηθούμε πώς θα τονώσουμε και θα προωθήσουμε την φιλανθρωπία και την αδελφοσύνη, την επιθυμία για το καλό, για την αλήθεια και για την δικαιοσύνη. Πώς θα διασφαλίσουμε ότι η διαφθορά δεν θα φωλιάσει στις καρδιές μας». «Πολλές φορές – παρατηρεί πράγματι – έχουμε πέσει στον πειρασμό να σκεφτούμε ότι ο εμπλεκόμενος λαϊκός είναι εκείνος που εργάζεται στα έργα της Εκκλησίας και/ή στα πράγματα της ενορίας ή της διοικητικής επαρχίας, και σκεφτόμαστε λίγο για το πώς να συμπαρασταθούμε σε έναν βαπτισμένο, τόσο στη δημόσια και καθημερινή ζωή του, καθώς και στις καθημερινές δραστηριότητές του, με τις ευθύνες που έχει, και πώς θα μπορεί να
«Χωρίς να το αντιληφθούμε – σημειώνει ο Ποντίφικάς – έχουμε γενικεύσει μια ελίτ λαϊκών πιστεύοντας ότι εμπλεκόμενοι λαϊκοί είναι μόνο εκείνοι που εργάζονται στα πράγματα «των ιερέων», και έχουμε ξεχάσει , παραμελήσει, τον πιστό που πολλές φορές καίει την ελπίδα του στον καθημερινό αγώνα για να ζήσει την πίστη», Αντίθετα, «είναι παράλογο, και αδύνατο, να σκεφτόμαστε ότι εμείς ως ποιμένες θα πρέπει να έχουμε το μονοπώλιο των λύσεων για τις πολλαπλές προκλήσεις που η σύγχρονη ζωή μας παρουσιάζει». Αντιθέτως, «θα πρέπει να είμαστε με την πλευρά του λαού μας, συνοδεύοντάς τον στις έρευνές του και τονώνοντας αυτή την ικανή φαντασία να ανταποκριθεί στα σύγχρονα προβλήματα».
Υπό αυτή την έννοια, ο εκπολιτισμός είναι μία διαδικασία που πρέπει να τονωθεί, «ενθαρρύνοντας τον κόσμο να ζει την πίστη του, όπου και με όποιον και αν βρίσκεται». Για τους ποιμένες σημαίνει «να μάθουν να ανακαλύπτουν πώς μια ορισμένη μερίδα του λαού σήμερα, στο εδώ και τώρα της ιστορίας, ζει, γιορτάζει και διακηρύττει την πίστη της.
ρφ (μετάφραση)