Η διακονία των γυναικών: ένα θέμα τόσο νέο;
Το «Sant’ Uffizio» δεν υπάρχει πια. Άλλαξε όνομα – «Congregazione perla Dottrina della Fede» (Σύνοδος για το Δόγμα της Πίστης» – άλλα άλλαξε και στυλ. Όσο αφορά στην Αγία Έδρα. Αλλά από άγια γραφεία ιερών εξετάσεων είναι γεμάτα τα κοινωνικά δίκτυα. Και ο κύριος κατηγορούμενός τους δεν είναι ο Χριστός του Μεγάλου Ιεροεξεταστή Ντοστογιέφσκι, αλλά ο Πάπας… Ειδικοί αναλυτές που θεωρούν τους εαυτούς τους πιο ειδικούς με τη διδασκαλία του διαδόχου του Πέτρου και που ρίχνονται – με άνεση, και τώρα πια είναι της μόδας, στην «ερμηνευτική της καχυποψίας» – σε ό,τι λέει ο Πάπας. Διάφορες δυσανάλογες κριτικές και, όπως συνήθως, χωρίς τεκμηρίωση έχουν κατακλύσει το κοινωνικό σε σχεδόν πραγματικό χρόνο με τις δηλώσεις του Πάπα κατά τη συνάντηση με την Ένωση τν Γενικών Πρωθηγουμένων , που πραγματοποιήθηκε χθες στην Αίθουσα Αίθουσα Παύλος Στ΄.
Ο Πάπας – για να πλαισιώσει τον ακόλουθο προβληματισμό – απαντώντας στην ερώτηση που αφορά στο ενδεχόμενο του ανοίγματος της μόνιμης διακονίας για τις γυναίκες, υπογράμμισε πως οι γυναίκες ήδη πρωταγωνιστούν στην υπηρεσία των φτωχών και των αρρώστων, στην κατήχηση και σε πολλά άλλα εκκλησιαστικά έργα. Ο «Φραγκίσκος» – αναφέρει το Radio Vaticana– υπενθύμισε ότι ο αρχαίος ρόλος της γυναίκας διακόνου δεν είναι ακόμη πολύ σαφής και είπε ότι είναι πρόθυμη να ενδιαφερθεί για το θέμα αυτό μια Επιτροπή μελέτης».
Λίγη από τη νεότερη ιστορία
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Καθολική Εκκλησία αφιερώνει την προσοχή της στη διακονία γενικά και ως εκ τούτου στη διακονία των γυναικών. Η μελέτη του θέματος αντιμετωπίστηκε από την Διεθνή Θεολογική Επιτροπή ήδη κατά την πενταετία 1992 – 97. Και αυτό επαναλήφθηκε σε διάφορες συγκεντρώσεις της Υποεπιτροπής και κατά τη διάρκεια των συνόδων της ολομέλειας της Διεθνούς Θεολογικής Επιτροπής μεταξύ 1998 και 2002. Ένα κείμενο, το οποίο είχε εγκρίνει ο καρδινάλιος Joseph Ratzinger, Υπεύθυνος της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστης, του οποίου ενέκρινε τη δημοσίευση. Θα παρουσιάσουμε εδώ μερικά βασικά στοιχεία όπως αναφέρονται στο έγγραφο.
Το έγγραφο της CTI υπενθυμίζει ότι η διακονία γενικά, που άρχισε να παρακμάζει κατά τον Μεσαίωνα, έχει εξαφανιστεί ως μόνιμο έργο, και υφίσταται μόνο ως μεταβατικό στάδιο προς την ιεροσύνη και το επισκοπικό αξίωμα. Όσο αφορά στη διακονία των γυναικών το έγγραφο δηλώνει ότι, παρόλο που η Β΄ Βατικανή Σύνοδος «δεν έκφερε γνώμη για αυτό το λειτούργημα των γυναικών ως διάκονοι για το οποίο έχουν γίνει αναφορές στο παρελθόν, θα πρέπει αυτό να μελετηθεί έτσι ώστε να διασφαλιστεί η εκκλησιαστική κατάσταση, προκειμένου να εξεταστεί η σημερινή πραγματικότητα όπου θα μπορούσε να αναγνωριστεί.
Ο χριστιανισμός ως διακονία
Ο χριστιανισμός βασίζεται στη διακονία, κυρίως επειδή ο ίδιος ο Κύριος έγινε υπηρέτης όλων. Ο Κύριος είναι ο διάκονος όλων. Αυτός που από τη μορφή του Θεού, ανέλαβε τη μορφή ενός δούλου, αφού έγινε όμοιος με τους ανθρώπους […], ταπείνωσε τον ίδιο του τον εαυτό και έγινε υπάκουος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρικού (βλ. Φιλ. 2,6-8). Σε αυτή τη χριστολογική προοπτική, ο χριστιανισμός είναι ριζικά διακονικός, αποτελώντας τη διακονία υπηρεσία. «Η χριστιανική ζωή είναι η συμμετοχή στη διακονία, που ο ίδιος ο Θεός κατέστησε για τους ανθρώπους». «Το βάπτισμα – υπενθυμίζει το έγγραφο της CTI- παρέχει τη διακονία σε κάθε χριστιανό, που, λόγω της συμμετοχής τους στη διακονία, στη λειτουργία και στη μαρτυρία της Εκκλησίας, συνεργάζεται στην υπηρεσία του Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων».
Η Φύση της διακονίας
Μελετώντας την Κ.Δ, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η διακονία έχει διαφορετικές σημασίες κατά τις οποίες: «Ο διάκονος μπορεί να σημαίνει ο υπηρέτης στη θεία λειτουργία (π.χ., Ιω. 2,5 και 9), ο υπηρέτης του Κυρίου (Μτ. 22,13. Ιω.12,26. Μc9,35. 10,43. Μτ.20,26. 23,11), ο υπηρέτης μιας πνευματικής δύναμης (2 Κορ. 11,14. Εφ. 3,6. Κολ.1,23. Γαλ.2,17. Ρωμ. 15,8. 2 Κορ.3,6), Ο υπηρέτης του Ευαγγελίου, του Χριστού, του Θεού (2 Κορ. 11,23), Οι παγανιστικές αρχές είναι επίσης στην υπηρεσία του Θεού (Ρωμ. 13,4), οι διάκονοι είναι οι υπηρέτες της Εκκλησίας (Κολ 1,25. 1 Κορ. 3,5)».
Μια σελίδα άξια προσοχής είναι αυτή των Πράξεων των Αποστόλων όπου ορίζονται οι επτά διάκονοι για να αναλάβουν τη φροντίδα των mense έτσι ώστε οι απόστολοι να μπορούσαν να αφιερωθούν στο κήρυγμα (βλ. Πράξεις 6). Ωστόσο, για να ακολουθήσουμε την ιστορία, διαπιστώνουμε ότι τουλάχιστον δύο από αυτούς τους διακόνους, ο Στέφανος και ο Φίλιππος, αφιερώνονται στο κήρυγμα όπως οι απόστολοι. Ο Φίλιππος είναι υπεύθυνος και για το βάπτισμα του Eunuco, ενός υπαλλήλου της βασίλισσας της Αιθιοπίας.
Όσο αφορά στις μορφές της διακονικής βοήθειας των γυναικών, παρατηρείται ότι κατά την εποχή των αποστόλων, αρκετές ανάμεσά τους «φαίνεται να έχουν ένα θεσμικό χαρακτήρα». Έτσι, για παράδειγμα, ο Παύλος συστήνει στην κοινότητα της Ρώμης «τη Φοίβη, την αδελφή μας, τη διακόνισσα (τη διάκονο) της Εκκλησίας της Cencre» (βλέπε Ρωμ. 16,1-4). Την Πίστη την ασκεί μια υπηρεσία αναγνωρισμένη που υπάγεται στο διακονικό έργο του Αποστόλου.
Προχωρώντας στην εποχή των αποστόλων, το έγγραφο της CTI εξηγεί ότι οι γυναίκες διάκονοι θα είναι επίσημος «θεσμός», αλλά «χωρίς χειροτονία», θα αποτελούν μια «τάξη» μέσα στην Εκκλησία και δε θα έχουν ποτέ άλλη αποστολή από το να δίνουν το καλό παράδειγμα και να προσεύχονται. Στην αρχή του 2ου αιώνα, μία Επιστολή του Πλίνιου του Νεότερου, κυβερνήτη της Bitinia, αναφέρει δύο γυναίκες, ορισμένες από τους χριστιανούς ως ministrae, που ισοδυναμεί μάλλον με την ελληνική λέξη διάκονοι (Χ 96-97). Μόνο κατά τον 3ο αιώνα εμφανίζονται οι ειδικοί χριστιανικοί όροι για τη διακόνισσα ή διάκονο. Σε κάθε περίπτωση, το έγγραφο τονίζει και πάλι ότι δεν αναφέρεται χειροτονία αυτών των διακόνων.
Ο ρόλος των γυναικών διακόνων
Μεταξύ των διάφορων ρόλων που ασκούν οι διακόνισσες και που τεκμηριώνονται από την Αποστολική Διδασκαλία βρίσκουμε αυτόν του χρίσματος του σώματος των γυναικών κατά τη στιγμή του βαπτίσματος, της επιμόρφωσης των νεοφώτιστων, της επίσκεψης στο σπίτι των πιστών γυναικών και κυρίως των αρρώστων. Ενώ τους απαγορευόταν η χορήγηση του βαπτίσματος ή η ανάληψη του ρόλου της προσφορά της Θείας Ευχαριστίας.
Τα Αποστολικά Διατάγματα εξηγούν ότι η εισαγωγή στην τάξη των γυναικών διακόνων γίνεται με επίθεση των χεριών ή τοποθέτηση των χεριών που προσφέρει το Άγιο Πνεύμα, όπως και για τον αναγνώστη. Οι όροι ωστόσο επιμένουν, ότι οι διακόνισσες δεν κατέχουν καμία λειτουργική αποστολή, αλλά επεκτείνουν τα κοινοτικά τους καθήκοντα των «υπηρεσιών στις γυναίκες» και της διαμεσολάβησης μεταξύ των γυναικών και του επισκόπου. Λέγεται πάντα ότι εκπροσωπούν το Άγιο Πνεύμα, αλλά «δεν κάνουν τίποτα χωρίς τον διάκονο».
«Κατά τον 8ο αιώνα, στο Βυζάντιο, ο επίσκοπος έθετε πάντα τα χέρια πάνω στην διακόνισσα και της έδινε το Οράριο ή τη Στόλα. Της παρέδιδε ένα δισκοπότηρο που αυτή το τοποθετούσε πάνω στην Αγία Τράπεζα, δίχως να δίνει την κοινωνία σε κανένα. Χειροτονούνταν κατά τη διάρκεια της ευχαριστιακής θείας λειτουργίας στο Ιερό όπως και οι διάκονοι. Παρά τις ομοιότητες των ρυθμών στις χειροτονίες, η διακόνισσα δεν θα έχει πρόσβαση ούτε στην Αγία Τράπεζα ούτε σε κάποια μέρη λειτουργικά. Αυτές οι χειροτονίες αφορούν κυρίως τις γυναίκες ηγούμενους των γυναικείων μοναστηριών».
Οι μεταγενέστερες εξελίξεις δείχνουν μια ανισομερή εξέλιξη της διακονίας στις διάφορες εκκλησιαστικές παραδόσεις. Αλλά αυτό που παραμένει κοινό και σαφές είναι ότι η διακονία των γυναικών δεν προοριζόταν ως το θηλυκό ισοδύναμο της διακονίας των ανδρών. Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε, τέλος, ότι η παρουσία των διακονισσών εξακολουθεί να μαρτυρείται στη Ρώμη στα τέλη του 8ου αιώνα.
Τα διαδοχικά βήματα
Το θεολογικό-ιστορικό έγγραφο, από το οποίο παραθέσαμε τις κύριες ιδέες που αφορούν στη διακονία των γυναικών, προσφέρει δύο σημαντικές ενδείξεις:
1) Οι διακόνισσες των οποίων γίνεται αναφορά στην Παράδοση της αρχικής Εκκλησίας – σύμφωνα με όσα προτείνουν ο ρυθμός των θεσμών και η άσκηση των επίσημων καθηκόντων – δεν είναι καθαρά και απλά ισοδύναμες με τους διακόνους.
2) Η ενότητα του μυστηρίου των χειροτονιών, στη σαφή διάκριση μεταξύ των έργων του επισκόπου και του πρεσβυτερίου από την μία, και το διακονικό έργο από την άλλη, είναι έντονα τονισμένη από την εκκλησιαστική Παράδοση, κυρίως στο δόγμα της Β΄ Βατικανής Συνόδου και στη μετά συνοδική διδασκαλία του Magistero. Υπό το φως αυτών των αποδεικτικών στοιχείων αυτής της ιστορικο-θεολογικής έρευνας, εναπόκειται στο διακριτικό έργο που ο Κύριος έχει καθιερώσει στην Εκκλησία του, να αποφανθεί με αρμοδιότητα επί του θέματος.
Με βάση αυτά τα συμπεράσματα, μπορούμε να τοποθετηθούμε στις δηλώσεις του Πάπα Φραγκίσκου, όχι ως εξαίρεση στην παράδοση και όχι – όπως διάβασα από κάποιους – ως μια εξομάλυνση της οδού προς την χειροτονία των γυναικών.