Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
Υπενθυμίζουμε κάτι που γράψαμε σε ένα προηγούμενο κείμενό μας. Τα λεγόμενα «απόκρυφα βιβλία» της Καινής Διαθήκης είναι θρησκευτικά κείμενα που, από την χριστιανική παράδοση, αποκλείστηκαν ως μη αυθεντικά και ως μη κανονικά, σε σχέση με τα «κανονικά» βιβλία της Αγίας Γραφής.
Στο περασμένο κείμενο ασχοληθήκαμε με την κάθοδο του Ιησού στο Άδη και με τις εμφανίσεις του στην Μητέρα του. Στο παρόν κείμενο θα παρουσιάσουμε τον τρόπο με το οποίο τα απόκρυφα ευαγγέλια περιγράφουν την πράξη της ανάστασης του ή πως αναστήθηκε ο Χριστός. και κάποιες περιγραφές των εμφανίσεων του.
Η ανάσταση του Χριστού
Το πάθος και η ανάσταση του Χριστού τεκμηριώνονται αρκετά καλά στα κανονικά ευαγγέλια. Ωστόσο, σε κανένα από αυτά, δεν βρίσκουμε περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ο Κύριος αναστήθηκε από τους νεκρούς. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για ένα γεγονός που ξεπερνά την εμπειρία των αισθήσεων, παραμένει στην απόλυτη τάξη της πίστης. Ωστόσο τα απόκρυφα ευαγγέλια, προσπαθούν να καλύψουν αυτό το κενό, περιγράφοντας λεπτομερώς, πώς ο Ιησούς αναστήθηκε από τους νεκρούς. Επιπλέον, δεδομένου ότι κατά τον 2ο αιώνα υπήρχαν πάντα εκείνοι που αμφισβητούσαν αυτό το κεντρικό γεγονός της χριστιανικής πίστης, τα διάφορα απόκρυφα προσπαθούσαν να φέρουν περαιτέρω αποδείξεις, σαν να ήθελαν να πείσουν τους δύσπιστους εκείνης της εποχής.
Το χειμώνα του 1886-87, μια γαλλική αρχαιολογική αποστολή ανακάλυψε ένα αρχαίο χειρόγραφο στην ελληνική γλώσσα. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στα φύλλα 2-10, που περιείχαν μια ακρωτηριασμένη αφήγηση του πάθους και της ανάστασης του Ιησού. Η άτιτλη αφήγηση βαφτίστηκε σύντομα «Κατά Πέτρον ευαγγέλιο» καθώς διάφοροι Πατέρες της Εκκλησίας, ιδίως ο Ευσέβιος, ο Ωριγένης και ο Άγιος Ιερώνυμος, την εποχή εκείνη, γνώριζαν ένα τέτοιο έργο. Χρονολογείται από τους περισσότερους μελετητές γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα.
Διαβάζουμε μεταξύ άλλων σε αυτό το έγγραφο: «Νωρίς το πρωί, με την ανατολή του ηλίου, πολλοί άνθρωποι ήρθαν από την Ιερουσαλήμ και τη γύρω περιοχή για να δουν τον σφραγισμένο τάφο. Αλλά τη νύχτα μετά την ανατολή του ηλίου, την Κυριακή, καθώς οι στρατιώτες έκαναν, με τη σειρά τους ανά δύο, τη φρουρά, μια μεγάλη φωνή ακούστηκε στον ουρανό και είδαν τους ουρανούς να ανοίγουν και δύο άνδρες που έλαμπαν από φως να κατεβαίνουν από εκεί ψηλά και να πλησιάζουν τον τάφο. Η πέτρα, που ήταν ακουμπισμένη στην είσοδο του τάφου, κύλησε από μόνη της στην άκρη, ο τάφος άνοιξε και οι δύο νέοι εισήλθαν».
«Βλέποντας αυτό, οι στρατιώτες ξύπνησαν τον εκατόνταρχο και τους πρεσβύτερους, που επίσης φύλαγαν τον τάφο και καθώς τους εξηγούσαν τι είχαν δει, είδαν τρεις άνδρες να βγαίνουν από τον τάφο: οι δύο στήριζαν τον άλλον και τους ακολουθούσε ο σταυρός. Το κεφάλι των δύο έφτανε μέχρι τον ουρανό, ενώ εκείνου, που τον οδηγούσαν από το χέρι, ξεπερνούσε τον ουρανό…. Τότε αποφάσισαν μεταξύ τους να πάνε και να αναφέρουν αυτά τα πράγματα στον Πιλάτο, και ενώ ακόμα συλλογίζονταν, οι ουρανοί άνοιξαν ξανά και ένας άνθρωπος κατέβηκε και μπήκε στον τάφο. Σε αυτό το θέαμα, ο εκατόνταρχος και εκείνοι που ήταν μαζί του, έσπευσαν μέσα στη νύχτα να τρέξουν στον Πιλάτο, αφήνοντας τον τάφο που είχαν υπό τη φύλαξή τους, και, πολύ ταραγμένοι, διηγήθηκαν όλα όσα είδαν και είπαν: “Αληθινά ήταν ο Υιός του Θεού!”. Ο Πιλάτος απάντησε: “Είμαι καθαρός από το αίμα του Υιού του Θεού, εσείς είστε που θελήσατε τον θάνατο του. Τον ακολούθησαν και τον παρακάλεσαν να διατάξει τον εκατόνταρχο και τους στρατιώτες να μην πουν σε κανέναν τι είδαν».
Με την αφήγηση αυτή, ο ανώνυμος συγγραφέας τοποθετεί, τόσο τους στρατιώτες όσο και τους ηγέτες του ιουδαϊκού λαού, μπροστά στην ανάσταση του Χριστού οι οποίο αναγνωρίζουν την θεότητα του. Πράγματι, τα γεγονότα αυτά, είχαν ως σκοπό να πείσουν για την ανάσταση όσους βρίσκονταν μακριά από την εκλεκτή ομάδα των αποστόλων και των γυναικών. Σε αυτούς απευθύνονται οι εμφανίσεις του Ιησού.
Οι εμφανίσεις
Η εμφάνιση του αγγέλου, μετά την ανάσταση του Κυρίου, καταγράφεται, μεταξύ των άλλων, και στο λεγόμενο «Ευαγγέλιο του Νικόδημου» (χρονολογείται στον 2ο αιώνα και είναι γραμμένο στα ελληνικά).
Οι πρώτοι που βλέπουν τον Ιησού Αναστημένο είναι οι στρατιώτες. Σπεύδουν να το αναφέρουν στους αρχηγούς της συναγωγής: «Είδαμε έναν άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό, να κυλάει την πέτρα στην είσοδο του τάφου και να κάθεται πάνω της: έλαμπε σαν χιόνι και αστραπή. Από μεγάλο τρόμο τρέξαμε και μείναμε σαν νεκροί….. Τότε ακούσαμε τη φωνή του αγγέλου να μιλάει στις γυναίκες που περίμεναν στον τάφο, λέγοντας: ‟Μη φοβάστε! Γιατί ξέρω ότι αναζητάτε τον Ιησού, τον σταυρωμένο. Δεν είναι εδώ! Αναστήθηκε, όπως είπε. Ελάτε να δείτε τον τόπο όπου κείτονταν ο Κύριος και να πάτε αμέσως και να πείτε στους μαθητές του ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς και βρίσκεται στη Γαλιλαία”. Οι Ιουδαίοι ρώτησαν τους στρατιώτες: “Γιατί δεν συλλάβατε τις γυναίκες″; Κι εκείνοι δικαιολογήθηκαν λέγοντας: “Φοβηθήκαμε πολύ για να το κάνουμε”».
Στην έκθεση των γεγονότων για τον Ιησού, το «Ευαγγέλιο του Νικόδημου» βάζει στην σκηνή τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία (αυτόν που ενταφίασε τον Ιησού σε ένα λαξευτό τάφο, βλ. Ματθαίον 27, 57-60) να λέει: «Και γιατί απορείτε ότι ο Χριστός αναστήθηκε; Η απορία δεν είναι αυτή, αλλά έγκειται στο γεγονός ότι δεν είναι μόνο αυτός που αναστήθηκε, αλλά πολλοί άλλοι που πέθαναν, που εμφανίστηκαν στην Ιερουσαλήμ σε πολλούς ανθρώπους. Και αν δεν γνωρίζετε τους άλλους, γνωρίζετε τουλάχιστον τον Συμεών, που κράτησε τον Ιησού στην αγκαλιά του, και τους δύο γιους του, τους οποίους ανέστησε, τουλάχιστον αυτούς τους γνωρίζετε. Πράγματι τους θάψαμε πριν από λίγο καιρό, και οι τάφοι τους εθεάθησαν ανοιχτοί, και ζουν και κατοικούν στην Αριμαθαία».
Η «Επιστολή των έντεκα αποστόλων», ένα απόκρυφο της Καινής Διαθήκης που γράφτηκε μεταξύ του 130 και του 170, αλλά έχει φτάσει σε εμάς στα κοπτικά και τα αιθιοπικά, ασχολείται μόνο με την περιγραφή της επίδρασης των εμφανίσεων στους μαθητές, με τέτοιο τρόπο ώστε να τονίζεται η απιστία των αποστόλων, η οποία ξεπεράστηκε μόνο από τη μεγάλη υπομονή του Ιησού.
Δύο φορές, ο αναστημένος Ιησούς, είπε στις γυναίκες, στις οποίες είχε εμφανιστεί, να πάνε να τον αναγγείλουν στους αποστόλους, αλλά, λέει ο συγγραφέας: «εμείς δεν πιστεύαμε». Αφού το μήνυμα των γυναικών δεν εισχώρησε στο μυαλό των αποστόλων, «ο Κύριος είπε στη Μάρθα και στις δύο αδελφές: Ας πάμε σ’ αυτούς. Ήρθε και μας βρήκε μέσα στο σπίτι και μας κάλεσε έξω. Εμείς, όμως, νομίζαμε ότι ήταν φάντασμα και δεν πιστεύαμε ότι ήταν ο Κύριος. Γι’ αυτό μας είπε: Ελάτε, μη φοβάστε! Εγώ είμαι ο Δάσκαλός σας, ο ίδιος που εσύ Πέτρο αρνήθηκες τρεις φορές. Θα τον αρνηθείς ξανά; Τον πλησιάσαμε, αμφιβάλλοντας στην καρδιά μας ότι ήταν αυτός. Και μας είπε: Γιατί αμφιβάλλετε ακόμα; Δεν πιστεύετε ότι εγώ είμαι αυτός που σας μίλησε για τη σάρκα μου, το θάνατό μου και την ανάστασή μου; Αλλά για να πεισθείτε ότι εγώ είμαι, Πέτρο, βάλε το δάχτυλό σου στις τρύπες των χεριών μου, και εσύ Θωμά, βάλε το δάχτυλό σου στη πληγή της πλευράς μου. Εσύ λοιπόν Ανδρέα, κοίταξε τα πόδια μου και δες αν αγγίζουν το έδαφος».
Το «Καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο» (το κείμενο αυτού του απόκρυφου έχει χαθεί και μόνο θραύσματά σώζονται)δίνει έμφαση στην εμφάνιση του Ιησού στον «αδελφό» του, τον Ιάκωβο, τον οποίο οι χριστιανοί εβραϊκής καταγωγής, θεωρούσαν νόμιμο κληρονόμο του Ιησού. Ο Ιάκωβος είχε διαβεβαιώσει τον Διδάσκαλο ότι, από τη στιγμή που ήπιε το ποτήρι του Κυρίου στο Μυστικό Δείπνο, δεν θα έπαιρνε άλλη τροφή μέχρι να τον δει να ανασταίνεται». Για αυτό ο Ιησούς, όταν εμφανίζεται στους Αποστόλους, λέει: «Φέρτε το τραπέζι και το φαγητό, λέει ο Κύριος. Και αφού είπε αυτά, πήρε ψωμί, το ευλόγησε, το τεμάχισε και το έδωσε στον Ιάκωβο τον Δίκαιο, λέγοντας: “Αδελφέ μου, φάε το ψωμί σου, γιατί ο Υιός του ανθρώπου αναστήθηκε από τον ύπνο”.
Το κείμενο αυτό, γράφτηκε μόνο για να ανυψώσει τον Ιάκωβο, τον «αδελφόθεο».
+ Ιωάννης Σπιτέρης