Μετά τη μνήμη της αγάπης του Χριστού, της καρδιάς του ως πηγή των συναισθημάτων, η Εκκλησία μας προσφέρει τη γιορτή της αμιάντου καρδίας της Παναγίας. Σαν να λέει: την αγάπη που έμαθε ο Χριστός την οφείλει και στη μητέρα του.
Όπως οι γονείς σφραγίζουν θετικά και αρνητικά την ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών τους, έτσι μπορούμε να πούμε ότι μέρος του ανθρώπινου χαρακτήρα του Ιησού διαμορφώθηκε με συμπόνια και τρυφερότητα από τους γονείς του. Αγαπάει ο Χριστός δυνατά και με αποφασιστικότητα και αυτή η αγάπη ξεχειλίζει πάνω μας.
Η Παναγία μας προτείνεται όχι μόνο ως πρότυπο πίστης, όχι μόνο ως η πρώτη των πιστευόντων, αλλά και ως πρότυπο αγάπης. Μια αγάπη που παιδαγωγεί, που καταφάσκει στο καλοπροαίρετο θέλημα του Θεού, που ξέρει να τίθεται κατά μέρος και να είναι παρούσα την κατάλληλη στιγμή, που αντλεί τη δική της εσωτερική ενέργεια από την προσωπική περίσκεψη: «Η Μαριάμ διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια στην καρδιά της και τα σκεφτόταν συνεχώς» (Λκ 2,19) .
Η δική της αγάπη δεν είναι γλυκανάλατη, αλλά συγκεκριμένη και έμπρακτη, αγάπη σαρκωμένη και αιμορραγούσα, όπως γίνεται συχνά η αγάπη των γονιών για τα παιδιά τους που μπαίνουν σε μπελάδες. Αγαπάει τον γιο της αλλά δεν τον εξαναγκάζει, δεν τον εκβιάζει, δεν τον κατέχει.
Οι μητέρες ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να κόψουν τον ομφάλιο λώρο, όχι τον φυσικό, αλλά τον πολύ βαθύτερο που κουβαλούν στην ψυχή. Η Μαρία, στην Κανά, κόβει αυτόν τον δεσμό για να δώσει τον Ιησού στον κόσμο. Ποτέ δεν ήταν πραγματικά δικός της, και είναι ακόμα λιγότερο δικός της όταν ξεκινά η δημόσια ζωή του.
Ας μάθουμε από αυτή τη γυναίκα να αγαπάμε σωστά, ως ενήλικες, χωρίς να κατέχουμε, χωρίς να εκβιάζουμε, χωρίς να δεσμεύουμε. Η Παναγία ας μας διδάξει την αληθινή ελευθερία που είναι αποτέλεσμα της ώριμης αγάπης.
Π. Λέων Κισκίνης