Αύλειος χώρος Αγίου Δαμάσου
Κατήχηση με θέμα την προσευχή – 34. Περισπασμοί, ξηρότητα, ακηδία
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, καλημέρα!
Ακολουθώντας τις σελίδες της Κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας, σε αυτήν την κατήχηση θα αναφερθούμε στη ζωντανή εμπειρία της προσευχής, προσπαθώντας να δείξουμε μερικές πολύ κοινές δυσκολίες της, οι οποίες πρέπει να εντοπιστούν και να ξεπεραστούν. Το να προσευχόμαστε δεν είναι εύκολο.
Το πρώτο πρόβλημα που παρουσιάζεται σε όποιον προσεύχεται είναι ο περισπασμός, δηλαδή η απόσπαση της προσοχής (βλ. Κατήχηση Καθολικής Εκκλησίας, 2729). Αρχίζεις να προσεύχεσαι κι έπειτα το μυαλό γυρίζει, πηγαίνει σε όλο τον κόσμο· η καρδιά σου είναι εκεί, το μυαλό σου είναι αλλού… αυτός είναι ο περισπασμός από την προσευχή. Η προσευχή συνυπάρχει συχνά με τον περισπασμό. Πράγματι, το ανθρώπινο μυαλό δυσκολεύεται να παραμείνει για πολύ σε μία μόνο σκέψη. Όλοι βιώνουμε αυτόν το συνεχή στροβιλισμό εικόνων και ψευδαισθήσεων σε αέναη κίνηση, που μας συνοδεύει ακόμη και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Και όλοι ξέρουμε ότι δεν είναι καλό να δώσουμε συνέχεια σε αυτήν την άτακτη κλίση.
Ο αγώνας για να αποκτήσουμε και να διατηρήσουμε τη συγκέντρωση δεν αφορά μόνο την προσευχή. Αν δεν επιτευχθεί ένας επαρκής βαθμός συγκέντρωσης, δεν μπορεί κανείς να μελετήσει καρποφόρα ούτε μπορεί να εργαστεί καλά. Οι αθλητές ξέρουν ότι τα αγωνίσματα δεν κερδίζονται μόνο με τη σωματική προπόνηση, αλλά και με τη νοητική πειθαρχία: προπάντων με την ικανότητα να μένουν συγκεντρωμένοι και να διατηρούν την προσοχή.
Οι περισπασμοί δεν είναι ένοχοι, πρέπει όμως να καταπολεμηθούν. Στην κληρονομιά της πίστεώς μας υπάρχει μια αρετή την οποία συχνά ξεχνάμε, αλλά είναι τόσο παρούσα στο Ευαγγέλιο. Ονομάζεται «επαγρύπνηση». Και ο Ιησούς το λέει συχνά: «Να αγρυπνείτε. Να προσεύχεστε». Η Κατήχηση την αναφέρει ρητά στις οδηγίες της για την προσευχή (βλ. 2730). Συχνά ο Ιησούς καλεί τους μαθητές στο καθήκον μιας νηφάλιας ζωής, καθοδηγούμενης από τη σκέψη ότι αργά ή γρήγορα Αυτός θα επιστρέψει, όπως ένας νυμφίος από τον γάμο ή ένας κύριος από ένα ταξίδι.
Ωστόσο, επειδή δεν γνωρίζουμε την ημέρα και την ώρα της επιστροφής του, όλα τα λεπτά της ζωής μας είναι πολύτιμα και δεν πρέπει να χαθούν σε περισπασμούς. Σε μια στιγμή που δεν γνωρίζουμε, η φωνή του Κυρίου μας θα ηχήσει: εκείνη την ημέρα, μακάριοι οι δούλοι τους οποίους θα βρει να εργάζονται, συγκεντρωμένους σε αυτό που αξίζει πραγματικά. Δεν διασκορπίστηκαν ακολουθώντας κάθε έλξη που τους ερχόταν στο μυαλό, αλλά προσπάθησαν να βαδίσουν στον σωστό δρόμο, κάνοντας καλά το έργο τους. Αυτή είναι η περίσπαση: η φαντασία γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει… Η Αγία Θηρεσία, αυτή τη φαντασία που περιστρέφεται, που στροβιλίζει στην προσευχή την ονόμαζε «η τρελή του σπιτιού»: είναι σαν μια τρελή που σε κάνει να γυρίζεις, να περιστρέφεσαι… Πρέπει να τη σταματήσουμε και να τη βάλουμε στο κλουβί, με την προσοχή.
Ένας άλλος λόγος αξίζει να γίνει για τον καιρό της ξηρότητας. Η Κατήχηση περιγράφει την ξηρότητα με αυτόν τον τρόπο: «Η καρδιά είναι απρόθυμη, χωρίς διάθεση για σκέψεις, για αναμνήσεις και αισθήματα, έστω και πνευματικά. Αυτή είναι η στιγμή της καθαρής πίστεως, η οποία μένει πιστά μαζί με τον Ιησού στην αγωνία και στον τάφο» (αρ. 2731). Η ξηρότητα μας κάνει να σκεφτόμαστε τη Μεγάλη Παρασκευή, τη νύχτα και το Μεγάλο Σάββατο, όλη την ημέρα: Ο Ιησούς δεν υπάρχει πλέον, είναι στον τάφο. Ο Ιησούς πέθανε: είμαστε μόνοι. Και αυτή είναι η σκέψη – μητέρα της ξηρότητας. Συχνά δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι λόγοι της ξηρότητας: μπορεί να εξαρτάται από εμάς τους ίδιους, αλλά και από τον Θεό, ο οποίος επιτρέπει ορισμένες καταστάσεις της εξωτερικής ή εσωτερικής ζωής. Ή, κατά καιρούς, μπορεί να είναι ένας πονοκέφαλος ή ένας πόνος στο στομάχι που σε εμποδίζει να εισέλθεις στην προσευχή.
Οι πνευματικοί διδάσκαλοι περιγράφουν την εμπειρία της πίστεως ως μια συνεχή εναλλαγή περιόδων παρηγορίας και ερήμωσης· στιγμές κατά τις οποίες όλα είναι εύκολα, ενώ άλλες χαρακτηρίζονται από ένα μεγάλο βάρος. Πολλές φορές, όταν συναντάμε έναν φίλο, λέμε: «Πώς είσαι;» – «Σήμερα είμαι χάλια». Πολλές φορές είμαστε «χάλια», δηλαδή δεν έχουμε αισθήματα, δεν έχουμε παρηγοριά, δεν τα καταφέρνουμε. Είναι εκείνες οι γκρίζες μέρες… και υπάρχουν αυτές, και είναι πολλές στη ζωή! Αλλά ο κίνδυνος είναι να έχεις μια γκρίζα καρδιά: όταν αυτό το «είμαι χάλια» φτάνει στην καρδιά και την αρρωσταίνει… και υπάρχουν άνθρωποι που ζουν με μια καρδιά γκρίζα. Αυτό είναι τρομερό: δεν μπορείς να προσευχηθείς, δεν μπορείς να νιώσεις παρηγοριά με μια γκρίζα καρδιά! Ή δεν μπορείς να βγεις από την πνευματική ξηρότητα με μια γκρίζα καρδιά. Η καρδιά πρέπει να είναι ανοιχτή και φωτεινή, για να εισέλθει το φως του Κυρίου. Και αν αυτό δεν εισέλθει, πρέπει να το περιμένουμε με ελπίδα. Αλλά να μην κλείσουμε την καρδιά στο γκρίζο.
Διαφορετική ακόμη είναι η ακηδία, η οποία αποτελεί έναν πραγματικό πειρασμό ενάντια στην προσευχή και, γενικότερα, ενάντια στη χριστιανική ζωή. Η ακηδία είναι «μια μορφή καταθλίψεως που οφείλεται στην παράλειψη της ασκήσεως, στην πτώση της επαγρυπνήσεως, στην αμέλεια της καρδιάς» (Κατήχηση Καθολικής Εκκλησίας, 2733). Είναι ένα από τα επτά «θανάσιμα αμαρτήματα», επειδή τροφοδοτείται από την υπερηφάνεια και μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο της ψυχής.
Πώς να πράξουμε, λοιπόν, σε αυτήν τη διαδοχή ενθουσιασμού και νωθρότητας; Πρέπει να μάθουμε να προχωράμε πάντοτε. Η αληθινή πρόοδος της πνευματικής ζωής δεν συνίσταται στον πολλαπλασιασμό των εκστατικών καταστάσεων, αλλά στην ικανότητα να μένουμε σταθεροί κατά τους δύσκολους καιρούς: προχώρα, προχώρα, προχώρα… Κι αν κουραστείς, σταμάτησε για λίγο κι έπειτα ξανάρχισε να προχωράς. Αλλά με αποφασιστικότητα. Ας θυμηθούμε την παραβολή του Αγίου Φραγκίσκου για την τέλεια χαρά: το πόσο καλός είναι ένας Μοναχός δεν μετριέται από το πόση τύχη έβρεξε γι’ αυτόν από τον Ουρανό, αλλά από το πόσο περπατά με σταθερό βήμα, ακόμη και όταν δεν τον αναγνωρίζουν, ακόμη κι όταν τον κακομεταχειρίζονται, ακόμη κι όταν όλα έχουν χάσει την ωραία γεύση των αρχών.
Όλοι οι Άγιοι πέρασαν από αυτή τη «σκοτεινή κοιλάδα», και ας μην σκανδαλιστούμε αν, διαβάζοντας τα ημερολόγιά τους, ακούσουμε την αναφορά για βραδιές ανόρεχτης προσευχής, που βίωναν χωρίς γεύση. Πρέπει να μάθουμε να λέμε: «Ακόμη κι αν εσύ, Θεέ μου, μοιάζει σαν να κάνεις τα πάντα για να σταματήσω να πιστεύω σ’ Εσένα, εγώ πάραυτα συνεχίζω να προσεύχομαι σ’ Εσένα».
Οι πιστοί δεν σβήνουν ποτέ την προσευχή! Αυτή μερικές φορές μπορεί να μοιάζει με την προσευχή του Ιώβ, ο οποίος δεν δέχεται ότι ο Θεός τον αντιμετωπίζει άδικα, διαμαρτύρεται και τον καλεί σε κρίση. Αλλά, πολλές φορές, ακόμη και η διαμαρτυρία ενώπιον του Θεού είναι ένας τρόπος προσευχής ή, όπως έλεγε μια γριούλα, «το να θυμώνεις με τον Θεό είναι ένας τρόπος προσευχής επίσης», επειδή πολλές φορές το παιδί θυμώνει με τον μπαμπά του: είναι ένας τρόπος σχέσης με τον μπαμπά· ακριβώς επειδή τον αναγνωρίζει ως «πατέρα”, θυμώνει…
Κι εμείς, που είμαστε πολύ λιγότερο άγιοι και υπομονετικοί από τον Ιώβ, ας είμαστε βέβαιοι ότι στο τέλος, στο τέλος αυτής της περιόδου ερήμωσης, στην οποία υψώσαμε στον Ουρανό σιωπηλές κραυγές και πολλά «γιατί;», ο Θεός θα μας απαντήσει. Μην ξεχνάς την προσευχή του «γιατί;»: είναι η προσευχή που κάνουν τα παιδιά όταν αρχίζουν να μην καταλαβαίνουν τα πράγματα και οι ψυχολόγοι το αποκαλούν αυτό «η ηλικία των γιατί», διότι το παιδί ρωτά τον μπαμπά: «Μπαμπά, γιατί…; Μπαμπά, γιατί…; Μπαμπά, γιατί …;». Αλλά προσέξτε: το παιδί δεν ακούει την απάντηση του μπαμπά. Ο μπαμπάς αρχίζει να απαντάει και το παιδί έρχεται με άλλο ένα γιατί. Απλώς θέλει να προσελκύσει πάνω του το βλέμμα του μπαμπά. Κι όταν εμείς θυμώνουμε λίγο με τον Θεό και αρχίζουμε να λέμε γιατί, ελκύουμε την καρδιά του Πατέρα μας προς τη δυστυχία μας, τη δυσκολία μας, προς τη ζωή μας. Ναι! Να έχετε το θάρρος να λέτε στον Θεό: «Μα γιατί…;». Επειδή μερικές φορές, το να θυμώνουμε λίγο είναι καλό, επειδή έτσι ξυπνά αυτή η σχέση μας ως γιος προς τον Πατέρα, ως κόρη προς τον Πατέρα, σχέση την οποία πρέπει να έχουμε με τον Θεό.
Και να είμαστε βέβαιοι ότι ακόμη και τις πιο σκληρές και πιο πικρές εκφράσεις μας, Αυτός θα τις φυλάξει με την αγάπη ενός πατέρα, και θα τις θεωρήσει ως μια πράξη πίστεως, ως μια προσευχή.
Μετάφραση: π.Λ