Βιβλιοθήκη του Αποστολικού Μεγάρου
Κατήχηση με θέμα την προσευχή – 29. Η Εκκλησία ως διδάσκαλος προσευχής
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, καλημέρα!
Η Εκκλησία είναι μια μεγάλη σχολή προσευχής. Πολλοί από εμάς μάθαμε να συλλαβίζουμε τις πρώτες προσευχές πάνω στα γόνατα των γονιών μας, των παππούδων και των γιαγιάδων μας. Ίσως κρατάμε στη μνήμη μας την εικόνα της μαμάς και του μπαμπά που μας μάθαιναν να λέμε τις προσευχές πριν πάμε να κοιμηθούμε. Αυτές οι στιγμές της περισυλλογής είναι συχνά εκείνες στις οποίες οι γονείς ακούνε κάποιο μικρό μυστικό από τα παιδιά τους και μπορούν να δώσουν τις συμβουλές τους, εμπνεόμενοι από το Ευαγγέλιο.
Στη συνέχεια, καθώς μεγαλώνουμε, γίνονται άλλες συναντήσεις, με άλλους μάρτυρες και διδασκάλους της προσευχής (βλ. Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, αρ. 2686-2687). Είναι καλό να τους θυμόμαστε.
Η ζωή μιας Ενορίας και κάθε Χριστιανικής κοινότητας χαρακτηρίζεται από τους χρόνους της Θεία Λατρείας και της κοινοτικής προσευχής. Αυτό το δώρο που λάβαμε στην παιδική ηλικία με απλότητα, συνειδητοποιούμε ότι είναι μια μεγάλη κληρονομιά, μια πολύ πλούσια κληρονομιά και ότι η εμπειρία της προσευχής αξίζει να εμβαθύνεται όλο και περισσότερο (βλ. αυτόθι, αρ. 2688). Το ένδυμα της πίστεως δεν είναι τέλεια εφαρμοστό επάνω μας, αναπτύσσεται μαζί μας. Δεν είναι άκαμπτο, αυξάνει, ακόμη και στις στιγμές της προσωπικής κρίσης και των αναγεννήσεών μας. Ή μάλλον, δεν μπορεί να αναπτύσσεται χωρίς τις δύσκολες στιγμές της κρίσης, διότι η προσωπική κρίση σε κάνει να αναπτύσσεσαι: και ένας απαραίτητος τρόπος για να ωριμάσουμε είναι να βρεθούμεσε κρίση. Μάλιστα η αναπνοή της πίστεως είναι η προσευχή: μεγαλώνουμε στην πίστη όσο μαθαίνουμε να προσευχόμαστε.
Μετά από κάποια γεγονότα της ζωής μας, συνειδητοποιούμε ότι χωρίς την πίστη δεν θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε και ότι η προσευχή ήταν η δύναμή μας. Όχι μόνο η προσωπική προσευχή, αλλά και εκείνη των αδελφών μας, και της κοινότητας που μας συνόδευσε και μας στήριξε, των ανθρώπων που μας γνωρίζουν, των ανθρώπων στους οποίουςζητάμε να προσευχηθούν για μας.
Γι’ αυτό και στην Εκκλησία ευδοκιμούν συνεχώς κοινότητες και ομάδες που είναι αφιερωμένες στην προσευχή. Κάποιοι Χριστιανοί αισθάνονται το κάλεσμα να κάνουν την προσευχή ως την κύρια δράση των ημερών τους. Στην Εκκλησία υπάρχουν Μοναστήρια, υπάρχουν Κοινόβια, Ερημητήρια, στα οποία ζουν άνθρωποι που αφιερώνονται στον Θεό και τα οποία γίνονται συχνά κέντρα πνευματικής ακτινοβολίας. Είναι Κοινότητες προσευχής που εκπέμπουν πνευματικότητα. Είναι μικρές οάσεις όπου βιώνεται μια έντονη προσευχή και όπου η αδελφική κοινωνία χτίζεται μέρα με τη μέρα. Είναι ζωτικής σημασίας κύτταρα, όχι μόνο για τον εκκλησιαστικό ιστό αλλά και για την ίδια την κοινωνία. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τον ρόλο που είχε ο Μοναχισμός στη γέννηση και την ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, καθώς και σε άλλους πολιτισμούς. Το να προσευχόμαστε και να εργαζόμαστε εν μέσω μιας κοινότητας, αυτό πάει μπροστά τον κόσμο. Είναι μια κινητήριος δύναμη.
Τα πάντα στην Εκκλησία γεννιούνται μέσα στην προσευχή, σαν σε μια μήτρα, και όλα αναπτύσσονται χάρη στην προσευχή. Όταν ο Εχθρός, ο Πονηρός, θέλει να πολεμήσει την Εκκλησία, το κάνει πρώτα απ’ όλα προσπαθώντας να στραγγίξει τις πηγές της, εμποδίζοντάς την να προσεύχεται. Για παράδειγμα, το βλέπουμε αυτό σε ορισμένες ομάδες που συμφωνούν στο να πραγματοποιήσουν κάποιες εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις, κάποιες αλλαγές στη ζωή της Εκκλησίας…
Υπάρχουν οι οργανώσεις, υπάρχουν τα μέσα ενημέρωσης που ενημερώνουν τους πάντες… Αλλά η προσευχή δεν φαίνεται, κανείς δεν προσεύχεται. “Πρέπει να το αλλάξουμε αυτό, πρέπει να πάρουμε αυτήν την απόφαση που είναι κάπως καλύτερη…”. Η πρόταση είναι ενδιαφέρουσα, και τη συζητάμε μόνο με τα μέσα ενημέρωσης, αλλά πού είναι η προσευχή; Η προσευχή είναι εκείνη που ανοίγει την πόρτα στο Άγιο Πνεύμα, το οποίο Άγιο Πνεύμα μας εμπνέει για να προχωρήσουμε. Οι αλλαγές στην Εκκλησία χωρίς προσευχή δεν είναι αλλαγές της Εκκλησίας, είναι αλλαγές κάποιων ομάδων. Και όταν ο Εχθρός – όπως είπα – θέλει να πολεμήσει την Εκκλησία, το κάνει πρώτα απ’ όλα προσπαθώντας να στραγγίξει τις πηγές της, εμποδίζοντας την να προσεύχεται, και παρακινώντας την να κάνει άλλες προτάσεις.
Αν η προσευχή σταματήσει, για λίγο φαίνεται ότι όλα μπορούν να συνεχιστούν όπως πάντα – από αδράνεια – αλλά μετά από λίγο η Εκκλησία συνειδητοποιεί ότι έχει γίνει σαν ένα άδειο κέλυφος, ότι έχει χάσει τον άξονα στήριξης, ότι δεν κατέχει πλέον την πηγή της ζεστασιάς και της αγάπης.
Οι Άγιοι άνδρες και οι Αγίες γυναίκες δεν έχουν ευκολότερη ζωή από τους άλλους, απεναντίας, έχουν και αυτοί τα προβλήματά τους να αντιμετωπίσουν και, επιπλέον, συχνά γίνονται αντικείμενο αντιπαράθεσης. Αλλά η δύναμή τους είναι η προσευχή, την οποία αντλούν πάντοτε από το ανεξάντλητο «πηγάδι» της Μητέρας Εκκλησίας. Με την προσευχή τροφοδοτούν τη φλόγα της πίστεώς τους, όπως γινόταν με το λάδι των λυχναριών. Και έτσι συνεχίζουν, πηγαίνουν μπροστά, βαδίζοντας με πίστη και ελπίδα. Οι Άγιοι, που συχνά μετρούν ελάχιστα στα μάτια του κόσμου, είναι στην πραγματικότητα αυτοί που υποστηρίζουν τον κόσμο, όχι με τα όπλα του χρήματος και της εξουσίας, των μέσων επικοινωνίας και ούτω καθεξής, αλλά με τα όπλα της προσευχής.
Στο Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Ιησούς θέτει ένα δραματικό ερώτημα που μας κάνει πάντα να σκεφτόμαστε: «Όταν έλθει ο Υιός του Ανθρώπου, θα βρει άραγε την πίστη επάνω στη γη;» (Λκ 18,8), ή θα βρει μόνο οργανώσεις, όπως μια ομάδα “επιχειρηματιών της πίστεως”, όλους καλά οργανωμένους, που κάνουν φιλανθρωπία, ή άλλα καλά πράγματα… Αλλά θα βρει την πίστη; «Όταν έλθει ο Υιός του Ανθρώπου, θα βρει άραγε την πίστη επάνω στη γη;», Αυτή η ερώτηση βρίσκεται στο τέλος μιας παραβολής η οποία δείχνει την ανάγκη να προσευχόμαστε με επιμονή, χωρίς να κουράζεσαι (βλ. στ. 1-8). Επομένως, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το λυχνάρι της πίστεως θα είναι συνεχώς αναμμένο στη γη όσο υπάρχει το λάδι της προσευχής. Το λυχνάρι της αληθινής πίστεως της Εκκλησίας θα είναι συνεχώς αναμμένο στη γη όσο υπάρχει το λάδι της προσευχής. Είναι αυτό που πάει μπροστά την πίστη και πάει μπροστά τη φτωχή, αδύναμη, αμαρτωλή ζωή μας, αλλά η προσευχή πάει μπροστά τη ζωή μας με ασφάλεια. Είναι μια ερώτηση που εμείς οι Χριστιανοί πρέπει να κάνουμε: Προσεύχομαι; Προσευχόμαστε; Πώς προσεύχομαι; Σαν παπαγάλος ή προσεύχομαι με την καρδιά μου; Πώς προσεύχομαι; Προσεύχομαι βέβαιος ότι είμαι εντός της Εκκλησίας και προσεύχομαι μαζί με την Εκκλησία, ή προσεύχομαι λιγάκι σύμφωνα με τις ιδέες μου και κάνω τις ιδέες μου να γίνουν προσευχή; Αυτή είναι μια παγανιστική, όχι μια Χριστιανική προσευχή. Επαναλαμβάνω: μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το λυχνάρι της πίστεως θα είναι συνεχώς αναμμένο επάνω στη γη όσο υπάρχει το λάδι της προσευχής.
Και αυτό είναι βασικό καθήκον της Εκκλησίας: να προσεύχεται και να εκπαιδεύει στην προσευχή. Να μεταδίδει από γενιά σε γενιά το λυχνάρι της πίστεως με το λάδι της προσευχής. Το λυχνάρι της πίστεως που φωτίζει, που τακτοποιεί τα πράγματα, αλλά που μπορεί να συνεχίσει να φωτίζει μόνο με το λάδι της προσευχής. Διαφορετικά σβήνει. Χωρίς το φως αυτού του λυχναριού, δεν θα μπορούσαμε να δούμε την οδό για να ευαγγελίσουμε, ούτε καν θα μπορούσαμε να δούμε τον δρόμογια να πιστέψουμε, δεν θα μπορούσαμε να δούμε τα πρόσωπα των αδελφών μας για να τους πλησιάσουμε και να τους διακονήσουμε, δεν θα μπορούσαμε να φωτίσουμε το δωμάτιο για να συναντηθούμε ως κοινότητα… Χωρίς την πίστη, όλα καταρρέουν, και χωρίς την προσευχή, η πίστη σβήνει. Πίστη και προσευχή, μαζί. Δεν υπάρχει άλλη οδός. Γι’ αυτό η Εκκλησία, η οποία είναι οίκος και σχολή κοινωνίας, είναι οίκος και σχολή πίστεως και προσευχής.
Μετάφραση: π.Λ