ΠΑΠΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
Αίθουσα Παύλος Στ’
Τετάρτη, 24 Ιανουαρίου 2024
Κατήχηση. Τα πάθη και οι αρετές. 5. Η απληστία
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, καλημέρα!
Συνεχίζουμε την κατήχηση για τα πάθη και τις αρετές, και σήμερα μιλάμε για την απληστία, δηλαδή για εκείνη τη μορφή προσκόλλησης στο χρήμα που εμποδίζει τον άνθρωπο από τη γενναιοδωρία. Δεν είναι μια αμαρτία που αφορά μόνο τα άτομα που έχουν μεγάλα περιουσιακά στοιχεία, αλλά μια μέγγενη, που πολλές φορές δεν έχει καμία σχέση με το ποσόν του τραπεζικού λογαριασμού. Είναι ασθένεια της καρδιάς, όχι του πορτοφολιού.
Οι αναλύσεις που έκαναν οι πατέρες της ερήμου σε αυτό το πάθος έδειξαν πώς η απληστία μπορούσε να αποκτήσει τον έλεγχο ακόμη και των μοναχών οι οποίοι, αφού απαρνήθηκαν τεράστιες κληρονομιές, στη μοναξιά του κελιού τους είχαν προσκολληθεί σε αντικείμενα μικρής αξίας: δεν τα δάνειζαν, δεν τα μοιράζονταν, πόσο μάλλον δεν ήταν πρόθυμοι να τα δωρίσουν. Μια προσκόλληση σε μικρά πράγματα, που αφαιρεί την ελευθερία. Αυτά τα αντικείμενα γίνονταν γι’ αυτούς ένα είδος φετίχ από το οποίο ήταν αδύνατο να αποκολληθούν. Ένα είδος παλινδρόμησης στο στάδιο των παιδιών που κρατούν σφικτά το παιχνιδάκιεπαναλαμβάνοντας: «Είναι δικό μου! Είναι δικό μου!». Σε αυτή την απαίτηση βρίσκεται μια αρρωστημένη σχέση με την πραγματικότητα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μορφές καταναγκαστικής συσσώρευσης ή παθολογικής αποθησαύρισης.
Για να θεραπεύσουν αυτή την ασθένεια οι μοναχοί πρότειναν μια δραστική, αλλά πολύ αποτελεσματική μέθοδο: τον συλλογισμό του θανάτου. Ανεξάρτητα από το πόσο πολύ ένας άνθρωπος συσσωρεύει περιουσιακά στοιχεία σε αυτόν τον κόσμο, είμαστε απολύτως βέβαιοι για ένα πράγμα: ότι δεν θα χωρέσουν στο φέρετρο. Δεν μπορούμε να πάρουμε την περιουσία μαζί μας! Εδώ αποκαλύπτεται η ανοησία αυτού του πάθους. Ο δεσμός της κτητικότητας που χτίζουμε με τα πράγματα είναι μόνο επιφανειακός, διότι δεν είμαστε εμείς οι κύριοι του κόσμου: αυτή η γη, την οποία αγαπάμε, δεν είναι στην πραγματικότητα δική μας, και κινούμαστε σε αυτήν σαν ξένοι και παρεπιδημούντες (βλ. Λευ 25,23).
Αυτές οι απλές σκέψεις μάς κάνουν να καταλάβουμε την τρέλα της απληστίας, αλλά και τον πιο κρυφό λόγο της. Είναι μια προσπάθεια εξορκισμού του φόβου του θανάτου: αναζητά βεβαιότητες που στην πραγματικότητα καταρρέουν τη στιγμή που τις προκαλούμε. Θυμηθείτε την παραβολή εκείνου του ανόητου ανθρώπου, του οποίου τα χωράφια είχαν προσφέρει μια πολύ άφθονη σοδειά, και τότε βυθίζεται στις σκέψεις για το πώς να διευρύνει τις αποθήκες του για να χωρέσει όλη τη σοδειά. Αυτός ο άνθρωπος είχε υπολογίσει τα πάντα, είχε σχεδιάσει το μέλλον. Ωστόσο, δεν είχε εξετάσει την πιο βέβαιη μεταβλητή της ζωής: τον θάνατο. Λέει το Ευαγγέλιο: «Ανόητε. Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά, λοιπόν, που ετοίμασες σε ποιον θα ανήκουν;» (Λκ 12,20).
Διαφορετικά, είναι οι κλέφτες που εκτελούν αυτήν την υπηρεσία για μας. Ακόμη και στα Ευαγγέλια οι κλέφτες έχουν έναν καλό αριθμό εμφανίσεων και, παρότι οι πράξεις τους είναι κατακριτέες, μπορούν να γίνουν μια σωτήρια προειδοποίηση. Αυτό κηρύττει ο Ιησούς στην επί του Όρους Ομιλία: «Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη, όπου τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν. Αντίθετα, να μαζεύετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου δεν τους αφανίζουν ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες δεν κάνουν διαρρήξεις και δεν τους κλέβουν» (Μτ 6,19-20). Επίσης στις διηγήσεις των πατέρων της ερήμου υπάρχει η αναφορά για κάποιον κλέφτη που ξαφνιάζει τον μοναχό ενώ κοιμάται, και του κλέβει τα λίγα υπάρχοντα που κρατούσε στο κελί του. Όταν ξύπνησε ο μοναχός, καθόλου ενοχλημένος από αυτό που είχε συμβεί, ξεκινάει να ψάχνει κλέφτη και, μόλις τον βρίσκει, αντί να διεκδικήσει τα κλοπιμαία, του δίνει τα λίγα που του είχαν απομείνει λέγοντας: «Ξέχασες να τα πάρεις αυτά!».
Εμείς, αδελφοί και αδελφές, μπορούμε να είμαστε κύριοι των αγαθών που κατέχουμε, αλλά συχνά συμβαίνει το αντίθετο: είναι αυτά τελικά που μας κατέχουν. Μερικοί πλούσιοι δεν είναι πια ελεύθεροι, δεν έχουν πια χρόνο να ξεκουραστούν, πρέπει να κοιτάζουν πίσω τους, διότι η συσσώρευση αγαθών απαιτεί και τη φύλαξή τους. Είναι διαρκώς αγχωμένοι επειδή μια κληρονομιά χτίζεται με πολύ ιδρώτα, αλλά μπορεί να εξαφανιστεί σε μια στιγμή. Ξεχνούν το ευαγγελικό κήρυγμα, το οποίο δεν υποστηρίζει ότι τα πλούτη από μόνα τους είναι αμαρτία, αλλά ασφαλώς αποτελούν ευθύνη. Ο Θεός δεν είναι φτωχός: είναι ο Κύριος των πάντων, ο οποίος όμως –γράφει ο Απόστολος Παύλος– «ήταν πλούσιος κι έγινε για χάρη σας φτωχός, για να μπορέσετε εσείς να πλουτίσετε με τη φτώχεια εκείνου» (Β’Κορ 8,9).
Είναι αυτό που ο άπληστος δεν καταλαβαίνει. Θα μπορούσε να ήταν πηγή ευλογίας για πολλούς, αλλά αντ’ αυτού κατέληξε στο αδιέξοδο της δυστυχίας. Και η ζωή του άπληστου είναι άσχημη. Θυμάμαι την περίπτωση ενός κυρίου που γνώρισα στην άλλη επισκοπή στην Αργεντινή, ενός πολύ πλούσιου, που η μητέρα του ήταν άρρωστη. Αυτός ήταν νυμφευμένος. Τα αδέλφια φρόντιζαν εναλλάξ τη μητέρα τους, και η μητέρα τους έτρωγεένα κεσεδάκι γιαούρτι το πρωί. Αυτός ο κύριος της έδινε το μισό κεσεδάκι το πρωί για να της δώσει το άλλο μισό το απόγευμα, και έτσι να γλιτώσει ολόκληρο το γιαούρτι. Έτσι είναι η απληστία, έτσι είναι η προσκόλληση στα υπάρχοντα.
Μετά αυτός ο κύριος πέθανε, και τα σχόλια των ανθρώπων που πήγαν στην κηδεία ήταν τα εξής: «Μα αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τίποτα πάνω του, τα άφησε όλα πίσω του». Και μετά, κοροϊδεύοντας λίγο, έλεγαν: «Μα όχι, όχι, δεν μπορούσαν να κλείσουν το φέρετρο, ήθελε να τα πάρει όλα μαζί του». Αυτό κάνει τους άλλους να γελούν για την απληστία: ότι στο τέλος πρέπει να παραδώσουμε το σώμα και την ψυχή μας στον Κύριο και πρέπει να τα αφήσουμε όλα. Ας προσέχουμε! Και ας είμαστε γενναιόδωροι, γενναιόδωροι με όλους και γενναιόδωροι με όσους μας χρειάζονται περισσότερο. Ευχαριστώ.
——————–
Μετάφραση: π.Λ