Κατήχηση επικεντρωμένη στην Προς Γαλάτες Επιστολή – 5. Η προπαιδευτική αξία του Νόμου
Αδελφοί και αδελφές, καλημέρα!
Ο Άγιος Παύλος μας δίδαξε ότι τα «παιδιά της υποσχέσεως» (Γαλ 4,28), μέσω της πίστεως στον Ιησού Χριστό, δεν δεσμεύονται από τον Νόμο, αλλά καλούνται σε έναν τρόπο ζωής που απαιτεί την ελευθερία του Ευαγγελίου. Ο Νόμος, όμως, υπάρχει. Γι’ αυτό, στη σημερινή κατήχηση θα αναρωτηθούμε: ποιος είναι, σύμφωνα με την Επιστολή προς τους Γαλάτες, ο ρόλος του Νόμου; Στο απόσπασμα που μόλις ακούσαμε, ο Παύλος υποστηρίζει ότι ο Νόμος ήταν σαν ένας παιδαγωγός. Είναι μια όμορφη εικόνα, η οποία αξίζει να γίνει κατανοητή στη σωστή σημασία της.
Ο Απόστολος φαίνεται να προτείνει στους Χριστιανούς να χωρίσουν την ιστορία της σωτηρίας, καθώς και την προσωπική τους ιστορία, σε δύο στιγμές: πριν γίνουν πιστοί και αφού έλαβαν την πίστη. Στο κέντρο βρίσκεται το γεγονός του θανάτου και της αναστάσεως του Ιησού, που ο Παύλος κήρυξε για να εγείρει την πίστη στον Υιό του Θεού, πηγή της σωτηρίας. Επομένως, ξεκινώντας από την πίστη στον Χριστό υπάρχει ένα «πριν» και ένα «μετά» όσον αφορά τον ίδιο τον Νόμο. Η προηγούμενη ιστορία καθορίζεται από το ότι είναι «υπό τον Νόμο»· η επόμενη ιστορία πρέπει να βιωθεί ακολουθώντας το Άγιο Πνεύμα (βλ. Γαλ 5,25). Είναι η πρώτη φορά που ο Παύλος χρησιμοποιεί αυτήν την έκφραση: «υπό τον Νόμο». Το υποκείμενο νόημα περιλαμβάνει την ιδέα μιας αρνητικής υποδούλωσης, τυπικής των σκλάβων. Ο Απόστολος το εξηγεί λέγοντας ότι όταν κάποιος είναι «υπό τον Νόμο» είναι σαν «επιτηρούμενος» και «φυλακισμένος», σε ένα είδος προληπτικής κράτησης. Αυτός ο καιρός, λέει ο Άγιος Παύλος, διήρκησε επί μακρόν, και διαιωνίζεται όσο ζει κανείς στην αμαρτία.
Η σχέση μεταξύ Νόμου και αμαρτίας θα εκτεθεί με πιο συστηματικό τρόπο από τον Απόστολο στην Επιστολή του προς τους Ρωμαίους, γραμμένη λίγα χρόνια μετά από αυτή προς τους Γαλάτες. Συνοψίζοντας, ο Νόμος οδηγεί στον καθορισμό της παράβασης και στο να κάνει τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την αμαρτία τους. Πράγματι, όπως διδάσκει η κοινή εμπειρία, η εντολή καταλήγει να διεγείρει την παράβαση. Γράφει το εξής στην Επιστολή προς τους Ρωμαίους: «Όσο ζούσαμε με κριτήριο το εγώ μας, ήμασταν υποταγμένοι σε αμαρτωλά πάθη. Ο νόμος ξυπνούσε τα πάθη μας, κι έτσι όλο το είναι μας πορευόταν με τη διαγωγή μας αυτή προς τον θάνατο. Τώρα όμως δεν ισχύει πια για μας ο νόμος, διότι πεθάναμε και λυτρωθήκαμε από την εξουσία του» (7,5-6).
Στο πλαίσιο αυτό, η αναφορά στον παιδαγωγικό ρόλο που παίζει ο νόμος αποκτά το πλήρες νόημά της. Στο σχολικό σύστημα της αρχαιότητας, ο παιδαγωγός δεν είχε τη λειτουργία που του αποδίδουμε σήμερα, δηλαδή την υποστήριξη της εκπαίδευσης ενός αγοριού ή ενός κοριτσιού. Εκείνη την εποχή, επρόκειτο για έναν δούλο που είχε το καθήκον να συνοδεύσει το παιδί του κυρίου του στον διδάσκαλο και στη συνέχεια να το φέρει πίσω στο σπίτι. Με αυτόν τον τρόπο έπρεπε να το προστατεύσει από τους κινδύνους και να το εποπτεύει ώστε να μην συμπεριφέρεται λανθασμένα. Η λειτουργία του ήταν περισσότερο πειθαρχική. Όταν το παιδί ενηλικιωνόταν, ο παιδαγωγός παυόταν από τα καθήκοντά του.
Η αναφορά στον Νόμο με αυτούς τους όρους επιτρέπει στον Άγιο Παύλο να διευκρινίσει το ρόλο που αυτός έπαιξε στην ιστορία του Ισραήλ. Η «Τορά» ήταν μια πράξη μεγαλοψυχίας εκ μέρους του Θεού προς τον λαό του. Ασφαλώς είχε περιοριστικές λειτουργίες, αλλά ταυτόχρονα είχε προστατεύσει τον λαό, τον είχε εκπαιδεύσει, του είχε μάθει να πειθαρχεί και τον στήριξε στην αδυναμία του. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Απόστολος αργότερα περιγράφει το στάδιο της ανήλικης περιόδου: «Όσον καιρό ο κληρονόμος είναι ανήλικος, δεν διαφέρει σε τίποτε από έναν δούλο. Είναι βέβαια ιδιοκτήτης των πάντων, εξαρτάται όμως από επιτρόπους και διαχειριστές, ως την προθεσμία που καθόρισε ο πατέρας. Έτσι κι εμείς, όταν ήμασταν ανήλικοι, ήμασταν υπόδουλοι στα στοιχεία του κόσμου» (Γαλ 4,1-3). Εν ολίγοις, η πεποίθηση του Αποστόλου είναι ότι ο Νόμος έχει ασφαλώς μια δική του θετική λειτουργία, αλλά περιορισμένη χρονικά.
Η διάρκειά του δεν μπορεί να παραταθεί υπέρμετρα, διότι συνδέεται με την ωρίμανση των προσώπων και την επιλογή της ελευθερίας τους. Μόλις φτάσει κάποιος στην πίστη, ο Νόμος εξαντλεί την προπαιδευτική του αξία και πρέπει να δώσει τη θέση του σε μια άλλη αρχή. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όταν τελειώσει ο Νόμος μπορούμε να πούμε: «Πιστεύουμε στον Ιησού Χριστό και κάνουμε ό,τι θέλουμε;». Όχι! Οι Εντολές υπάρχουν, αλλά δεν μας δικαιώνουν. Αυτός που μας δικαιώνει είναι ο Ιησούς Χριστός. Οι Εντολές πρέπει να τηρούνται, αλλά δεν μας δίνουν τη δικαίωση. Υπάρχει η χάρις του Ιησού Χριστού, η συνάντηση με τον Ιησού Χριστό που μας δικαιώνει δωρεάν. Η αξία της πίστεως είναι να λάβεις τον Ιησού. Η μόνη αξία: να ανοίξεις την καρδιά σου. Και τι κάνουμε με τις Εντολές; Πρέπει να τις τηρούμε, αλλά ως βοήθεια στη συνάντηση με τον Ιησού Χριστό.
Αυτή η διδασκαλία για την αξία του νόμου είναι πολύ σημαντική και αξίζει να εξεταστεί προσεκτικά για να μην πέσουμε σε παρεξηγήσεις και κάνουμε λανθασμένα βήματα. Θα μας κάνει καλό να αναρωτηθούμε αν ζούμε ακόμη στην περίοδο που χρειαζόμαστε τον Νόμο, ή αν αντιθέτως έχουμε επίγνωση ότι λάβαμε τη χάρη να γίνουμε παιδιά του Θεού για να ζήσουμε με αγάπη. Πώς ζω εγώ; Με τον φόβο ότι αν δεν το κάνω αυτό θα πάω στην κόλαση; Ή μήπως ζω με εκείνη την ελπίδα, με εκείνη τη χαρά της δωρεάν σωτηρίας που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός; Αυτή είναι μια καλή ερώτηση. Και επίσης αυτή η δεύτερη: περιφρονώ τις Εντολές; Όχι. Τις τηρώ, αλλά όχι ως απόλυτες, διότι ξέρω ότι αυτός που με δικαιώνει είναι ο Ιησούς Χριστός.
———————
Μετάφραση: π.Λ