Γενική Ακρόαση Πάπα Φραγκίσκου, 22 Μαρτίου 2023

ΠΑΠΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ

ΓΕΝΙΚΗ ΑΚΡΟΑΣΗ

                                                                         

Πλατεία Αγίου Πέτρου

Τετάρτη, 22 Μαρτίου 2023

 

Κατήχηση. Το πάθος για τον ευαγγελισμό: ο αποστολικός ζήλος του πιστού.

  1. Η πρώτη οδός του ευαγγελισμού: η μαρτυρία (βλ. Evangelii nuntiandi)

 

Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, καλημέρα!

Σήμερα είμαστε εδώ για να ακούσουμε τι λέει η «magna carta» του ευαγγελισμού στον σύγχρονο κόσμο: ΗΑποστολική Παραίνεση Evangelii nuntiandi του Αγίου Παύλου Στ’ (EN, 8 Δεκεμβρίου 1975). Είναι επίκαιρη, γράφτηκε το 1975, αλλά είναι σαν να γράφτηκε χθες. Ο ευαγγελισμός είναι κάτι περισσότερο από μια απλή δογματική και ηθική μετάδοση. Είναι πρωτίστως μαρτυρία: δεν μπορεί κανείς να μεταδίδει το Ευαγγέλιο χωρίς μαρτυρία. Μαρτυρία της προσωπικής συνάντησης με τον Ιησού Χριστό, τον Σαρκωθέντα Λόγο στον οποίο επετεύχθη η σωτηρία. Μια απαραίτητη μαρτυρία διότι, προπάντων, ο κόσμος χρειάζεται «ευαγγελιστές που να του μιλούν για έναν Θεό τον οποίο γνωρίζουν και ο οποίος τους είναι οικείος» (EN, 76). Δεν είναι η μετάδοση μιας ιδεολογίας ή ενός «δόγματος» για τον Θεό, όχι. Σημαίνει να μεταδίδω τον Θεό που γίνεται ζωή μέσα μου: αυτό είναι μαρτυρία. Και επίσης επειδή «ο σύγχρονος άνθρωπος ακούει πιο πρόθυμα τους μάρτυρες παρά τους διδασκάλους, […] ή αν ακούει τους διδασκάλους, το κάνει επειδή είναι μάρτυρες» (ό.π., 41). Η μαρτυρία του Χριστού, λοιπόν, είναι ταυτόχρονα το πρώτο μέσο ευαγγελισμού (βλ. ό.π.) και ουσιαστική προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητά του (βλ. ό.π., 76), για να είναι γόνιμη η διακήρυξη του Ευαγγελίου. Να είμαστε μάρτυρες.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι η μαρτυρία περιλαμβάνει επίσης την ομολογούμενη πίστη, δηλαδή την πεπεισμένη και φανερή προσκόλληση στον Θεό Πατέρα και Υιό και Άγιο Πνεύμα, που από αγάπη μας δημιούργησε και μας λύτρωσε. Μια πίστη που μας μεταμορφώνει, που μεταμορφώνει τις σχέσεις μας, τα κριτήρια και τις αξίες που καθορίζουν τις επιλογές μας. Η μαρτυρία, λοιπόν, δεν μπορεί να αγνοήσει τη συνέπεια μεταξύ αυτού που πιστεύεται και αυτού που διακηρύσσεται και αυτού που βιώνεται. Δεν είναι κανείς αξιόπιστος κηρύσσονταςμόνο μια διδασκαλία ή μια ιδεολογία, όχι. Ένα πρόσωπο είναι αξιόπιστο αν υπάρχει αρμονία μεταξύ αυτού που πιστεύει και αυτού που βιώνει. Πολλοί Χριστιανοί λένε μόνο ότι πιστεύουν, αλλά ζουν με κάτι άλλο, σαν να μην ήταν Χριστιανοί. Και αυτό είναι υποκρισία. Το αντίθετο της μαρτυρίας είναι η υποκρισία. Πόσες φορές έχουμε ακούσει «α, αυτός πηγαίνει στη Λειτουργία κάθε Κυριακή, και μετά ζει έτσι, έτσι κι έτσι»: είναι αλήθεια, αυτό είναι αντιμαρτυρία.

Καθένας από εμάς καλείται να απαντήσει σε τρία θεμελιώδη ερωτήματα, όπως τα διατύπωσε ο Παύλος ΣΤ’: «Πιστεύεις αυτό που διακηρύττεις; Ζεις αυτό που πιστεύεις; Αναγγέλλεις αυτό που ζεις;» (βλ. ό.π.). Υπάρχει μια αρμονία: πιστεύεις αυτό που διακηρύττεις; Ζεις αυτό που πιστεύεις; Αναγγέλλεις αυτό που ζεις; Δεν μπορούμε να αρκεστούμε σε εύκολες, προκατασκευασμένες απαντήσεις. Καλούμαστε να δεχτούμε το έστω και αποσταθεροποιητικό ρίσκο της έρευνας, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στη δράση του Αγίου Πνεύματος που εργάζεται στον καθένα μας, προτρέποντάς μας να πηγαίνουμε όλο και πιο πέρα: πέρα από τα σύνορά μας, πέρα από τους φραγμούς μας, πέρα από τα όριά μας, κάθε είδους .

Υπό αυτή την έννοια, η μαρτυρία μιας χριστιανικής ζωής περιλαμβάνει μια πορεία αγιότητας, βασισμένη στο Βάπτισμα, το οποίο μας κάνει «μετόχους της θείας φύσεως, και επομένως αληθινά αγίους» (Δογματική Διάταξη Lumen Gentium, 40). Μια αγιότητα που δεν προορίζεται για λίγους, που είναι δώρο Θεού και απαιτεί να το δεχτούμε και να το κάνουμε να καρποφορήσει για εμάς και για τους άλλους. Εμείς, επιλεγμένοι και αγαπημένοι από τον Θεό, πρέπει να φέρουμε αυτή την αγάπη στους άλλους. Ο Παύλος ΣΤ’ διδάσκει ότι ο ζήλος για τον ευαγγελισμό πηγάζει από την αγιότητα, πηγάζει από την καρδιά που είναι πλήρης από τον Θεό. Τρεφόμενος από την προσευχή και κυρίως από την αγάπη για τη Θεία Ευχαριστία, ο ευαγγελισμός με τη σειρά του αυξάνει σε αγιότητα τον κόσμο (βλ. ΕΝ, 76). Ταυτόχρονα, χωρίς αγιότητα τα λόγια του ευαγγελιστή «δύσκολα θα ανοιξουν τον δρόμο στην καρδιά του ανθρώπου της εποχής μας», αλλά «κινδυνεύει αυτός ο δρόμος να είναι μάταιος και άγονος» (ό.π.).

Πρέπει, λοιπόν, να γνωρίζουμε ότι αποδέκτες του ευαγγελισμού δεν είναι μόνο οι άλλοι, όσοι ομολογούν άλλες θρησκείες ή δεν ομολογούν καμία, αλλά και εμείς οι ίδιοι, πιστοί στον Χριστό και ενεργά μέλη του Λαού του Θεού. Και πρέπει να μεταστρεφόμαστε καθημερινά, να δεχόμαστε τον  λόγο του Θεού και να αλλάζουμε ζωή: κάθε μέρα. Και έτσι γίνεται ο ευαγγελισμός της καρδιάς. Για να δώσει αυτή τη μαρτυρία, η Εκκλησία, ως τέτοια, πρέπει επίσης να αρχίσει να ευαγγελίζεται η ίδια. Αν η Εκκλησία δεν αυτοευαγγελίζεται, παραμένει μουσειακό αντικείμενο. Αντίθετα, αυτό που την εκσυγχρονίζει συνεχώς είναι ο αυτοευαγγελισμός της. Χρειάζεται να ακούει συνεχώς αυτό που πρέπει να πιστεύει, τους λόγους της ελπίδας της, τη νέα εντολή της αγάπης. Η Εκκλησία, που είναι ένας Λαός του Θεού εν μέσω του κόσμου, και συχνά δελεάζεται από τα είδωλα –πολλά είδωλα–, έχει συνεχώς ανάγκη να ακούει να διακηρύσσονται τα έργα του Θεού. Αυτό σημαίνει, με μια λέξη, ότι αυτή χρειάζεται πάντα να ευαγγελίζεται, χρειάζεται να παίρνει το Ευαγγέλιο, να προσεύχεται και να αισθάνεται τη δύναμη του Πνεύματος που αλλάζει την καρδιά (βλ. ΕΝ, 15).

Μια Εκκλησία που αυτοευαγγελίζεται για να μεταδώσει το Ευαγγέλιο είναι μια Εκκλησία η οποία, καθοδηγούμενη από το Άγιο Πνεύμα, καλείται να βαδίσει έναν απαιτητικό δρόμο, έναν δρόμο μεταστροφής, ανανέωσης. Αυτό περιλαμβάνει επίσης την ικανότητα να αλλάξει τους τρόπους κατανόησης και βίωσης της ευαγγελικής παρουσίας της μέσα στην ιστορία, αποφεύγοντας να καταφεύγει σε ζώνες που προστατεύονται από τη λογική του «πάντα έτσι γινόταν». Είναι καταφύγια που αρρωσταίνουν την Εκκλησία. Η Εκκλησία πρέπει να πηγαίνει μπροστά, πρέπει να μεγαλώνει συνεχώς, έτσι θα παραμείνει νέα. Αυτή η Εκκλησία είναι εξ ολοκλήρου στραμμένη προς τον Θεό, επομένως συμμετέχει στο σχέδιο σωτηρίας Του για την ανθρωπότητα, και, ταυτόχρονα, είναι εξ ολοκλήρου στραμμένη προς την ανθρωπότητα. Η Εκκλησία πρέπει να είναι μια Εκκλησία που συναντά διαλογικά τον σύγχρονο κόσμο, που υφαίνει αδελφικές σχέσεις, που δημιουργεί χώρους συνάντησης, εφαρμογής καλών πρακτικών φιλοξενίας, υποδοχής, αναγνώρισης και ενσωμάτωσης του άλλου και της ετερότητας, και η οποία φροντίζει για το κοινό σπίτι που είναι η πλάση. Δηλαδή μια Εκκλησία που συναντά διαλογικά τον σύγχρονο κόσμο, κάνει διάλογο με τον σύγχρονο κόσμο, αλλά που συναντά τον Κύριο καθημερινά και κάνει διάλογο με τον Κύριο, και αφήνει να εισέλθει το Άγιο Πνεύμα το οποίο είναι ο πρωταγωνιστής του ευαγγελισμού. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα θα μπορούσαμε μόνο να διαφημίσουμε την Εκκλησία, όχι να μεταδώσουμε το Ευαγγέλιο. Είναι το Άγιο Πνεύμα μέσα μας εκείνο που μας ωθεί προς στον ευαγγελισμό και αυτή είναι η αληθινή ελευθερία των παιδιών του Θεού.

Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, ανανεώνω την πρόσκλησή μου να διαβάσετε και να ξαναδιαβάσετε τηνEvangelii nuntiandi: εγώ σας λέω την αλήθεια, τη διαβάζω συχνά, γιατί αυτό είναι το αριστούργημα του Αγίου Παύλου Στ’, είναι η κληρονομιά που μας άφησε για να μεταδίδουμε το Ευαγγέλιο.

———————-

Μετάφραση: π.Λ

κοινοποίηση άρθρου:

Share on facebook
Share on twitter
Share on pinterest
Share on email

Περισσότερα

Διαβάστε ακόμη

Καθολική Αρχιεπισκοπή Νάξου-Τήνου-Μυκόνου-Άνδρου και Μητρόπολη παντός Αιγαίου