ΠΑΠΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
Αίθουσα Παύλος Στ’
Τετάρτη, 15 Μαρτίου 2023
Κατήχηση. Το πάθος για τον ευαγγελισμό: ο αποστολικός ζήλος του πιστού.
- H Β’ Σύνοδος του Βατικανού. Β) Να είμαστε απόστολοι σε μια αποστολική Εκκλησία
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, καλημέρα!
Συνεχίσουμε τις κατηχήσεις αναφορικά με το πάθος για τον ευαγγελισμό και, στο «σχολείο» της Β’ Συνόδου του Βατικανού, ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει να είσαι «απόστολος» σήμερα. Η λέξη «απόστολος» μας θυμίζει την ομάδα των δώδεκα μαθητών που είχε επιλέξει ο Ιησούς. Μερικές φορές ονομάζουμε «απόστολο» κάποιον άγιο, ή γενικότερα τους Επισκόπους. Αλλά έχουμε επίγνωση ότι το να είμαστε απόστολοι αφορά κάθε Χριστιανό, άρα και τον καθένα μας; Πράγματι, καλούμαστε να ειμαστε απόστολοι -απεσταλμένοι- σε μια Εκκλησία την οποία στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ως αποστολική.
Τι σημαίνει, λοιπόν, να είσαι απόστολος; Σημαίνει να είσαι σταλμένος για μια αποστολή. Παραδειγματικό και θεμελιώδες είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Αναστημένος Χριστός στέλνει τους αποστόλους του στον κόσμο, μεταδίδοντάς τους τη δύναμη που ο ίδιος έλαβε από τον Πατέρα και δίνοντάς τους το Πνεύμα του. Διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Ο Ιησούς τους είπε πάλι: «Ειρήνη σ’ εσάς! Όπως ο Πατέρας έστειλε εμένα, έτσι στέλνω κι εγώ εσάς». Έπειτα από τα λόγια αυτά, φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: “Λάβετε Πνεύμα Άγιο”» (20:21-22).
Μια άλλη θεμελιώδης πτυχή του να είσαι απόστολος είναι η κλήση, δηλαδή το κάλεσμα. Έτσι ήταν από την αρχή, όταν ο Κύριος Ιησούς «κάλεσε κοντά του αυτούς που ήθελε και εκείνοι πήγαν σε αυτόν» (Μκ 3,13). Τους συγκρότησε ως ομάδα, αποδίδοντάς τους τον τίτλο «απόστολοι», για να είναι μαζί του και να τους στείλει σε αποστολή (βλ. Μκ 3,14· Μτ 10,1-42). Ο Άγιος Παύλος στις επιστολές του παρουσιάζεται ως εξής: «Ο Παύλος, που ο Θεός θέλησε να τον καλέσει ως απόστολο του Ιησού Χριστού» (Α’Κορ 1,1) και πάλι: «Ο Παύλος, δούλος του Ιησού Χριστού, που τον κάλεσε ο Θεός να γίνει απόστολος και τον ξεχώρισε για να διαδώσει το ευαγγέλιο» (Ρωμ 1,1). Και επιμένει στο γεγονός λέγοντας: «έγινα απόστολος όχι από ανθρώπους, ούτε με την παρέμβαση κάποιου ανθρώπου αλλά από τον Ιησού Χριστό και τον Θεό Πατέρα, ο οποίος ανέστησε τον Ιησού από τον θάνατο» (Γαλ 1,1)· ο Θεός τον κάλεσε από την κοιλιά της μητέρας του για να αναγγείλει το ευαγγέλιο μεταξύ των εθνών (βλ. Γαλ 1,15-16).
Η εμπειρία των Δώδεκα Αποστόλων και η μαρτυρία του Παύλου προκαλούν κι εμάς σήμερα. Μας προσκαλούν να επαληθεύσουμε τις στάσεις μας, τις επιλογές μας, τις αποφάσεις μας με βάση αυτά τα σταθερά σημεία: τα πάντα εξαρτώνται από ένα δωρεάν κάλεσμα του Θεού. Ο Θεός μας επιλέγει και για υπηρεσίες που μερικές φορές φαίνεται να ξεπερνούν τις ικανότητές μας ή να μην ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας. Στο κάλεσμα που λαμβάνεται ως δωρεάν προσφορά πρέπει να ανταποκρίνεται μια δωρεάν απάντηση.
Λέει η Σύνοδος: «Η χριστιανική κλήση […] είναι εκ φύσεώς της και κλήση προς την αποστολή» (Διάταγμα Apostolicam actuositatem [AA], 2). Πρόκειται για ένα κοινό κάλεσμα, όπως «κοινή είναι η αξία των μελών χάρη στην αναγέννηση τους στον Χριστό, κοινή η χάρη της υικής υιοθεσίας, κοινή η κλήση στην τελειότητα· δεν υπάρχει παρά μία μόνο σωτηρία, μία ελπίδα και μία αγάπη χωρίς διαιρέσεις» (LG, 32).
Είναι ένα κάλεσμα που αφορά τόσο αυτούς που έλαβαν το ιερό μυστήριο της Χειροτονίας, τόσο τους μοναχούς και τις μοναχές, όσο και κάθε λαϊκό πιστό, άνδρα ή γυναίκα. Και είναι ένα κάλεσμα που δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να επιτελέσει το αποστολικό του καθήκον με ενεργό και δημιουργικό τρόπο, μέσα σε μια Εκκλησία στην οποία «υπάρχει ποικιλομορφία διακονίας αλλά ενότητα αποστολής. Οι απόστολοι και οι διάδοχοί τους έλαβαν από τον Χριστό το έργο της διδασκαλίας, της διαποίμανσης και του εξαγιασμού εν ονόματι Του και με την εξουσία Του. Αλλά και οι λαϊκοί, συμμετέχοντες στο ιερατικό, προφητικό και βασιλικό έργο του Χριστού, στο εσωτερικό της αποστολής όλου του λαού του Θεού, έχουν τη δική τους διακονία στην Εκκλησία και στον κόσμο» (ΑΑ, 2).
Σε αυτό το πλαίσιο, πώς αντιλαμβάνεται η Σύνοδος τη συνεργασία των λαϊκών με την Ιεραρχία; Είναι μια απλή στρατηγική προσαρμογή στις νέες αναδυόμενες καταστάσεις; Καθόλου, υπάρχει κάτι περισσότερο, που ξεπερνά τα ενδεχόμενα της στιγμής και που διατηρεί τη δική του αξία και για εμάς. «Η Εκκλησία –λέει το Διάταγμα Ad gentes– δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά θεμελιωμένη, δεν ζει πλήρως, δεν είναι τέλειο σημείο της παρουσίας του Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπους, εάν μαζί με την Ιεραρχία δεν συμπορεύονται και δεν συνεργάζονται αυθεντικό λαϊκοί» (αρ. 21).
Στο πλαίσιο της ενότητας της αποστολής, η ποικιλομορφία των χαρισμάτων και των διακονιών δεν πρέπει να δημιουργεί προνομιούχες κατηγορίες εντός του εκκλησιαστικού σώματος· ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για μορφές ανισότητας που δεν μπορούν να βρουν χώρο στον Χριστό και στην Εκκλησία. Κι αυτό διότι, «αν και μερικοί σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού ορίζονται διδάσκαλοι, οικονόμοι των μυστηρίων και ποιμένες για τους άλλους, ωστόσο ισχύει ανάμεσα σε όλους μια αληθινή ισότητα στην αξία και στη δράση, κοινή σε όλους τους πιστούς, για την οικοδόμηση του σώματος του Χριστού» (LG, 32).
Έτσι τιθέμενο, το ζήτημα της ισότητας στην αξία μάς ζητά να ξανασκεφτούμε πολλές πτυχές των σχέσεών μας, οι οποίες είναι καθοριστικές για τον ευαγγελισμό. Για παράδειγμα, έχουμε επίγνωση ότι με τα λόγια μας μπορούμε να βλάψουμε την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, καταστρέφοντας έτσι τις σχέσεις; Ενώ προσπαθούμε να κάνουμε διάλογο με τον κόσμο, ξέρουμε επίσης πώς να συνομιλούμε μεταξύ μας ως πιστοί; Ο τρόπος που μιλάμε είναι διαφανής, ειλικρινής και θετικός ή είναι αδιαφανής, διφορούμενος και αρνητικός; Υπάρχει προθυμία να μιλήσουμε απευθείας, πρόσωπο με πρόσωπο ή στέλνουμε μηνύματα μέσω τρίτων; Ξέρουμε να ακούμε για να καταλάβουμε τους λόγους του άλλου ή επιβάλλουμε τον εαυτό μας, ίσως και με ήπια λόγια;
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, ας μην φοβόμαστε να θέτουμε αυτές τις ερωτήσεις. Μπορούν να μας βοηθήσουν να επαληθεύσουμε τον τρόπο που βιώνουμε τη βαπτισματική μας κλήση, τον τρόπο να είμαστε απόστολοι σε μια αποστολική Εκκλησία.
———————
Μετάφραση: π.Λ