Ο τίτλος όπως και το κείμενο που ακολουθεί έχουν φιλοξενηθεί στην εφημερίδα ΚΑΘΟΛΙΚΗ το μακρινό πλέον 1997, στην έκδοση με ημερομηνία 22 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, και φέρει την υπογραφή της Τερέζας Ξαγοράρη. Άρθρο ιστορικό και επίκαιρο που εκφράζει την κοινή αγωνία όλων των ανθρώπων που διακατέχονται από θρησκευτικές και πολιτιστικές ευαισθησίες και κατά συνέπεια πονούν για την εγκατάλειψη και την καταστροφή ιερών χώρων και μνημείων.
Το αναδημοσιεύουμε με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψη της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Λίνας Μενδώνη στα Λουτρά και των υποσχέσεών της για την άμεση διευθέτηση του ζητήματος του Ναού του Αγίου Ιωσήφ.
(πγπ)
«Γυρίζω το βλέμμα μου αριστερά, και τα μεγάλα άσπρα πανιά σκεπάζουν ακόμα τη μία πλευρά της Εκκλησίας.
Ο Άγιος Διονύσιος της Πανεπιστημίου φτιάχνεται, ομορφαίνει, αναπαλαιώνεται.
Δεν άντεξα στον πειρασμό, ένα πρωινό να κρυφοκυττάξω το τελειωμένο μέρος της κολώνας, με το μονοκόμματο πράσινο μάρμαρο Τήνου, και καμάρωσα την ομορφιά της δικής μου Εκκλησίας. Ναι, είναι «δική μου», όχι μόνο σαν Ενορία, αλλά σαν δεύτερο σπίτι μου, αφού εκεί βαπτίστηκα, εκεί έλαβα το Χρίσμα, την πρώτη Θεία Μετάληψη, τα δικά της σκαλιά ανέβηκα στολισμένη νύφη, και αφού δεν σκέπτομαι να αλλάξω κατοικία θα είναι πάντα η «δική μου» Εκκλησία.
Όπως χαιρόμαστε το σπίτι μας όταν το βάφουμε, έτσι δικαιολογημένα χαιρόμαστε την ομορφιά που αποκαλύπτεται σ’ αυτόν τον Ναό, που είναι διατηρητέο μνημείο και στολίζει το κέντρο της Αθήνας.
Σίγουρα τον Άγιο Διονύσιο θα τον ζήλευε κάποιος άλλος Άγιος, που σήμερα, 19 Μαρτίου, γιορτάζει.
Η σκέψη μου γυρίζει μερικούς μήνες πίσω, όταν τον περσινό Αύγουστο επισκέφτηκα για τέσσερις ημέρες το νησί μου. Ήθελα να γνωρίσω διάφορα χωριά και τις Εκκλησίες τους. Είδα χωριά που τα έβλεπα για πρώτη φορά, και Εκκλησίες καθαρές, περιποιημένες με μια αρχοντιά της παλιάς εποχής, να ανταγωνίζονται σε ομορφιά η μια την άλλη.
Έτσι βρέθηκα και σε εκείνο το μικρό αραιοκατοικημένο χωριό όπου εντυπωσιάζουν και προκαλούν έκπληξη τα μεγάλα άδεια κτίρια. Στην είσοδο του χωριού ένας μεγάλος κήπος με ένα παλιό κτίριο, σχολειό όπως μαθαίνω, χωρίς παιδικές φωνές, έρημο, χωρίς ζωή. Άλλο κτήριο πιο πέρα, παλιό Μοναστήρι με τα τόσα άδεια δωμάτια, μου φάνηκε θεόρατο, τρομαχτικό στη μοναξιά του, όταν άκουσα τον θόρυβο της μικρής καμπανούλας στην είσοδο, το κουδούνισμα που έσπασε την ησυχία του χώρου και λες… και τάραξε την πολύχρονη ηρεμία του.
Προχώρησα στο χωμάτινο δρομάκι, και έφτασα σε κάποιο πλάτωμα όπου δέσποζε μια μεγάλη επιβλητική με τον όγκο της Εκκλησία. Μου φάνηκε η μεγαλύτερη από όσες είχα επισκεφθεί στο νησί. Η μεγάλη πόρτα της φαινόταν να έχει να ανοίξει αρκετά χρόνια. Με έκανε να κτυπήσω το κουδούνι στο κτίριο το δίπλα από τον ναό. Η ευγενική μορφή του Ιερομονάχου μας ξενάγησε στο μικρό μουσείο του ισογείου, που με πολύ μεράκι φτιάχτηκε με όλα τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν πριν από πολλά χρόνια από τους κατοίκους του Μοναστηριού.
Ζήτησα να δω την Εκκλησία. Ο ξερός ήχος που έκανε το κλειδί στην κλειδαριά, το σπρώξιμο της πόρτας, ο θόρυβος των παπουτσιών, στον άδειο μεγάλο χώρο, με έκαναν να ανατριχιάσω.
Τι κρίμα, Θεέ μου! Εκεί θυμήθηκα τον Άγιο Διονύσιο στην Αθήνα. Τί κόσμος στις λειτουργίες της Κυριακής, πόσα κεριά αναβοσβήνουν καθημερινά, τί κίνηση και πόσο εργατικό προσωπικό για την αναπαλαίωση. Αντίθετα, στη μεγάλη αυτή Εκκλησία με τα αγάλματα, δεν προσεύχεται πιά κανείς, δεν λειτουργείται, δεν ανάβονται κεράκια, και ο μεγάλος περίτεχνος μουράνο πολυέλεος βρίσκεται φυλαγμένος στο μικρό μουσείο για να μην πέσει και καταστραφεί. Με λύπη ο Ιερέας μας είπε ότι δεν υπάρχουν χρήματα, και εγκαταλείπεται στην τύχη που περιμένει ένα κτίριο που δεν έχει πόρους να συντηρηθεί.
Κούνησα το κεφάλι λυπημένα, και ακούοντας τον γδούπο που έκανε η πόρτα κλείνοντας πίσω μου, σκέφτηκα με ένα σφίξιμο στην καρδιά ότι υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί Άγιοι και περισσότερο αυτός ο Άγιος προστάτης της Εκκλησίας αυτής και της εργατιάς. Να μπορούσε να γίνει πόλος έλξης για τους κατοίκους του νησιού, αγρότες και εργάτες, σαν προσκύνημα την εργατική πρωτομαγιά.
Μακάρι να ενδιαφερθούν οι Σύλλογοι των αποδήμων Τηνίων. Ίσως είναι πιο απαραίτητη η διαφύλαξη της θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, από πολλά όμορφα μεν, αλλά όχι απολύτως απαραίτητα έξοδα για τον εξωραϊσμό των χωριών.
Ο φτωχός αυτός Άγιος θα ζηλεύει ακόμη και τα εκκλησάκια της Αττικής, στο Λαύριο, στην Καμάριζα, στην Πλάκα Κερατέας, που έπειτ’ από πολύχρονες προσπάθειες ορθώνουν περήφανα το ανάστημά τους και γίνονται τόποι προσκυνήματος.
Μακάρι να γίνει κάποιο θαύμα να σωθεί. Βοήθεια!
Ο Άγιος Ιωσήφ προστάτης της εργατιάς, στα Λουτρά της Τήνου αργοπεθαίνει…
ΤΕΡΕΖΑ ΞΑΓΟΡΑΡΗ»