ΕΝΑΣ ΑΡΧΑΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ,
ΚΟΙΝΟΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πολλοί άνθρωποι, όταν αναφέρονται στην προσευχή,έχουν την εντύπωση ότι πρέπει να μεταχειρίζονται περίπλοκες ευχές και εκφράσεις, ει δυνατόν σε γλώσσα καθαρεύουσα και φυσικά μόνο μέσα στις εκκλησίες. Και όμως, η προσευχή αποτελεί την αναπνοή της ψυχής. Είμαστε τόσο συνδεδεμένοι με τοΘεό Δημιουργό, ο οποίος συνεχώς μας χορηγεί την ύπαρξη και τη ζωή και επιπλέον είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτή μας, ώστε η συνειδητή κοινωνία μαζί του, δηλαδή η προσευχή, να αποτελεί μία αναγκαιότητα που ξεπερνά το πότε και το πού, το χρόνο και το χώρο.
Υπάρχει ένας τρόπος αδιάλειπτης προσευχής για τον χριστιανό που βιώνει την πίστη του, ο οποίος είναικοινός τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική χριστιανοσύνη. Είναι η απλή, η αυθόρμητη προσευχή των παιδιών του Θεού πουεκδηλώνεται με σύντομες φράσεις, φράσεις που φανερώνουν συναισθήματα αγάπης, μετάνοιας, ευγνωμοσύνης και ικεσίας. Συχνά,αυτή η μορφή προσευχής έχει συνδεθεί με το μοναχισμό και μάλιστα με μία συγκεκριμένη μοναχική παράδοση, ώστε είναι δύσκολο να παρουσιάσουμε αυτόν τον τρόπο προσευχής στο σημερινό χριστιανό που επιθυμεί να έχει μια συχνή επαφή με τον Θεό. Και όμως, πρόκειται για έναν τρόπο προσευχής που τον βρίσκουμε συχνά και στον δυτικό χριστιανισμό, ακόμα και σήμερα.
Πρόκειται για τη λεγόμενη«προσευχή του Ιησού» ή «καρδιακή προσευχή», που συναντάμε κυρίως στην ανατολική μοναχική παράδοση. Μια προσευχή όμως,που βρίσκουμε, στην ουσία της, και σε πολλούς Αγίους, αλλά και απλούς λαϊκούς, στο χώρο της ΚαθολικήςΕκκλησίας: αρκεί να σκεφθούμε την πνευματικότητα της Αγίας Θηρεσίας του Βρέφους Ιησού (1873 – 1897). Σήμερα, η βιβλιογραφία γύρω από τον κοινό τρόπο προσευχής στην Ανατολή και στη Δύση, αναφορικά με την λεγόμενη «καρδιακή προσευχή», είναι μεγάλη. Στην παρούσα, σύντομη μελέτη γύρω από την «καρδιακή προσευχή», μετά από μια σύντομη αναδρομή στην μοναστική παράδοση του ανατολικού χριστιανισμού, θα αναφέρουμε, όσον αφορά τη δυτική παράδοση, σ’ένανχαρακτηριστικό Άγιο της Δύσης, τον Φραγκίσκο της Ασίζης (1181/1182 – 1226).
Η ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ (ΣΥΝΕΧΗΣ) ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗ
Η Αγία Γραφή αναφέρεται στην ανάγκη για αδιάκοπη προσευχή: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσσαλονικείς 5,17). «διὰπάσης προσευχῆς καὶ δεήσεως, προσευχόμενοι ἐν παντὶ καιρῷ ἐν Πνεύματι…» (Εφεσίους 6,18). Και ο Ιησούς εξηγεί ότι πρέπει να προσευχόμαστε πάντα, χωρίς να αποκάμνουμε (Λουκάς18,1). και αλλού προτρέπει: «ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶκαιρῷ δεόμενοι» (Λουκάς 21,36).
Έχοντας επίγνωση αυτής της ανάγκης για συνεχή προσευχή, οι μοναστικές κοινότητες του ανατολικού χριστιανισμού φροντίζουν να διατηρούν πάντοτεπαρόντα τον Κύριο μέσα τους με πολύ απλές ή μονολογικές προσευχές. Ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης ή Κλίμακος (579 – 649) έτσι εξηγεί στο πασίγνωστο έργο του Η Κλίμαξ, τη μονολογική ή καθαρή προσευχή, όπως την ονομάζουν οι διδάσκαλοι της προσευχής, επαναλαμβανόμενη με το «ρυθμό της καρδιάς»:
«Μη ζητάς να λες πολλά στην προσευχή σου για να μην διασκορπίζεται το μυαλό σου, αναζητώντας τα κατάλληλα λόγια. Ένας λόγος του τελώνη εξιλέωσε τον Θεό και ένας λόγος πίστεως έσωσε το ληστή. Η πολυλογία στην προσευχή δημιουργεί πολλές φορές παραληρήματα και σύγχυση, ενώ η προσήλωση και η μονολογία συγκεντρώνουν το μυαλό» (Κλίμαξ, 27 PG 88, 1132.).
Όταν αγαπάμε κάποιον δεν έχουμε ανάγκη να πολλαπλασιάζουμε τις λέξεις μας για να του πούμε πως τον αγαπάμε. Υπάρχει ένα υπέροχο κείμενο ενός παλαιού πνευματικού πατέρα που εκθέτει με απλό τρόπο αυτή την άμεση επικοινωνία με το Θεό: «Η ψυχή – βεβαιώνει ο Διάδοχος Φωτικής (400-474) – όταν απελευθερώνεται από τα πάθη… κατέχει την ίδια τη θεία χάρη που τη βοηθά να μείνει αφοσιωμένη στη θεωρία και την επίκληση: “Κύριε Ιησού”, όπως θα έκανε μια μητέρα που διαπαιδαγωγεί το παιδάκι της και μαζί του αφοσιώνεται στο να το κάνει να επαναλαμβάνει τη λέξη “πατέρα”, μέχρι να το οδηγήσει από οποιοδήποτε άλλο τρόπο παιδικής επικοινωνίας στη συνήθεια να φωνάζει τον πατέρα του με καθαρές συλλαβές ακόμη και όταν κοιμάται…» (ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Περὶπνευματικῆς τελειώσεως, 61,PG 65, 1187).
Η αρχέγονη μορφή αυτής της προσευχής φαίνεται να είναι το «Κύριε ελέησον», επίκληση που έχει επηρεάσει τα βυζαντινά λειτουργικά κείμενα και ανάγεται στους Πατέρες της ερήμου.
Η πιο συνηθισμένη μορφή αυτής της «μονόλογης» προσευχής είναι το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με [τον αμαρτωλό]» (βλ. Λουκάς 18,13 και 18,39). Πρόκειται για την κραυγή του τυφλού της Ιεριχούς που ικετεύει τον Ιησού να τον θεραπεύσει.
Γιατί επιλέχθηκε αυτή η φράση και όχι κάποια άλλη; Οι πνευματικοί συγγραφείς απαντούν ότι σ’ αυτή τη φράση εμπεριέχονται συνοπτικά όλα όσα είναι απαραίτητα εκ μέρους του Θεού και εκ μέρους του ανθρώπου για τη σωτηρία μας. Το πρώτο μέρος – «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού» υπογραμμίζει την γεμάτη αγάπη επέμβαση του Θεού για τη σωτηρίας μας, («Ιησούς» σημαίνει Σωτήρ), ενώ το δεύτερο «ελέησόν με», αποτελεί την προϋπόθεσηεκ μέρους του ανθρώπου να δεχθεί τη σωτηρία δηλαδή τη μετάνοια (Βλ. την παραβολή του Φαρισαίου και του Τελώνη, Λουκάς 18, 9 – 14). Γι’ αυτό, το πρώτο μέρος ονομάζεται «Προσευχή του Ιησού» και το δεύτερο «Προσευχή συντριβής της καρδιάς».
Στο μοναχισμό της Δύσης συναντάμε κι άλλες σύντομες φράσεις προσευχής όπως: «Κύριε, σπεύσε να με Βοηθήσεις» (Ψαλμός 69).
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος