Πλατεία Αγίου Πέτρου
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, καλημέρα!
Το Ευαγγέλιο που διαβάσαμε στη Θεία Λειτουργία αυτής της Κυριακής (Μκ 6,1-6) μας μιλά για την απιστία των συμπολιτών του Ιησού. Αυτός, αφού κήρυξε σε άλλα χωριά της Γαλιλαίας, επιστρέφει στη Ναζαρέτ, όπου μεγάλωσε με τη Μαρία και τον Ιωσήφ, και το Σάββατο αρχίζει να διδάσκει στη Συναγωγή. Πολλοί, ακούγοντάς τον, αναρωτιούνται: «Από πού τα κατέχει αυτά; Αυτός δεν είναι ο γιος του ξυλουργού και της Μαρίας, δηλαδή των γειτόνων μας, τους οποίους γνωρίζουμε καλά;» (πρβλ. στ. 1-3). Αντιμέτωπος με αυτήν την αντίδραση, ο Ιησούς επιβεβαιώνει μια αλήθεια που έχει επίσης γίνει μέρος της λαϊκής σοφίας: «Δεν υπάρχει προφήτης που να μην τον περιφρονούν οι συμπατριώτες του, οι συγγενείς του και η οικογένειά του» (στ. 4). Το γνωρίζουμε καλά.
Ας σταθούμε στη στάση των συμπολιτών του Ιησού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτοί γνωρίζουν τον Ιησού, αλλά δεν τον αναγνωρίζουν. Υπάρχει διαφορά μεταξύ «γνωρίζω» και «αναγνωρίζω». Στην πραγματικότητα, αυτή η διαφορά μας κάνει να καταλάβουμε ότι μπορούμε να γνωρίζουμε διάφορα πράγματα για ένα πρόσωπο, να έχουμε μια ιδέα, να βασιζόμαστε σε αυτά που λένε οι άλλοι, να τον συναντούμε κάθε τόσο στη γειτονιά, αλλά όλα αυτά δεν αρκούν. Είναι μια συνηθισμένη, επιφανειακή γνώση που δεν αναγνωρίζει τη μοναδικότητα αυτού του ατόμου. Είναι ένας κίνδυνος που διατρέχουμε όλοι: πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε πολλά για ένα πρόσωπο, και το χειρότερο είναι ότι το “ετικετάρουμε” και το κλειδώνουμε στις προκαταλήψεις μας. Ομοίως, οι συμπατριώτες του Ιησού τον γνωρίζουν εδώ και τριάντα χρόνια και πιστεύουν ότι ξέρουν τα πάντα! «Μα αυτό δεν είναι το αγόρι που είδαμε να μεγαλώνει, ο γιος του ξυλουργού και της Μαρίας; Μα από πού του έρχονται αυτά τα πράγματα». Η δυσπιστία. Στην πραγματικότητα, δεν συνειδητοποίησαν ποτέ ποιος είναι πραγματικά ο Ιησούς. Σταματούν στην εσωτερικότητα και απορρίπτουν το νέο που φέρνει ο Ιησούς.
Και εδώ εισερχόμαστε στην καρδιά του ζητήματος: όταν υπερισχύει η ευκολία της συνήθειας και επικρατεί η δικτατορία της προκατάληψης, είναι δύσκολο να ανοιχτούμε στην καινοτομία και να εκπλαγούμε. Εμείς ελέγχουμε με τη συνήθεια, με τις προκαταλήψεις. Αυτό καταλήγει συχνά από τη ζωή, από τις εμπειρίες ακόμη και από ανθρώπους, να ζητάμε μόνο επιβεβαίωση των ιδεών και της σκέψης μας, έτσι ώστε να μην χρειάζεται ποτέ να κάνουμε την προσπάθεια να αλλάξουμε. Και αυτό μπορεί επίσης να συμβεί με τον Θεό, ακριβώς σ’ εμάς τους πιστούς, σ’ εμάς που πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τον Ιησού, ότι ήδη γνωρίζουμε τόσα πολλά γι’ Αυτόν και ότι αρκεί να επαναλαμβάνουμε τα συνήθη πράγματα. Και όμως αυτό δεν αρκεί με τον Θεό. Αλλά χωρίς άνοιγμα στα νέα πράγματα που έρχονται και προπάντων – ακούστε το καλά – χωρίς τη διάθεση να ανοιχτούμε στις εκπλήξεις του Θεού, χωρίς δέος, η πίστη γίνεται μια κουραστική λιτανεία που σιγά σιγά σβήνει και γίνεται συνήθεια, μια κοινωνική συνήθεια. Είπα μια λέξη: δέος. Τι είναι το δέος; Το δέος είναι ακριβώς όταν συμβαίνει η συνάντηση με τον Θεό: «Συνάντησα τον Κύριο». Διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο: πολλές φορές, οι άνθρωποι που συναντούν τον Ιησού και τον αναγνωρίζουν, αισθάνονται αυτό το δέος. Και εμείς, με τη συνάντηση με τον Θεό, πρέπει να ακολουθήσουμε αυτή την οδό: να νιώσουμε το δέος. Είναι σαν το πιστοποιητικό εγγύησης ότι αυτή η συνάντηση είναι αληθινή, δεν είναι κάτι το συνηθισμένο.
Εντέλει, γιατί οι συμπατριώτες του Ιησού δεν τον αναγνωρίζουν και δεν τον πιστεύουν; Γιατί; Ποια είναι η αιτία; Με λίγα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι δεν αποδέχονται το σκάνδαλο της Ενσάρκωσης. Δεν γνωρίζουν αυτό το μυστήριο της Ενσάρκωσης, δεν αποδέχονται το μυστήριο. Δεν το ξέρουν, αλλά ο λόγος είναι ασυναίσθητος και αισθάνονται ότι είναι σκανδαλώδες η απεραντοσύνη του Θεού να αποκαλύπτεται στη μικρότητα της σάρκας μας, ο Υιός του Θεού να είναι ο γιος του ξυλουργού, η θεότητα να είναι κρυμμένη στην ανθρωπότητα, ο Θεός να κατοικεί στο πρόσωπο, στα λόγια, στις χειρονομίες ενός απλού ανθρώπου. Εδώ είναι το σκάνδαλο: η ενσάρκωση του Θεού, ο οποίος εισέρχεται στη συγκεκριμένη ζωή μας, η «καθημερινότητά» του. Και ο Θεός έκανε τον εαυτό του συγκεκριμένο σε έναν άνθρωπο, τον Ιησού της Ναζαρέτ, έγινε συνοδοιπόρος μας, έγινε ένας από εμάς. «Εσύ είσαι ένας από εμάς»: το να το λέμε στον Ιησού είναι μια όμορφη προσευχή! Και επειδή είναι ένας από εμάς, μας καταλαβαίνει, μας συνοδεύει, μας συγχωρεί, μας αγαπά τόσο πολύ. Στην πραγματικότητα, είναι πιο βολικός ένας αφηρημένος, μακρινός θεός που δεν εμπλέκεται στις καταστάσεις και που δέχεται μια πίστη μακριά από τη ζωή, από τα προβλήματα, από την κοινωνία. Ή θέλουμε να πιστεύουμε σε έναν θεό «ειδικών εφέ», ο οποίος κάνει μόνο εξαιρετικά πράγματα και πάντα προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις. Αντιθέτως, αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, ο Θεός σαρκώθηκε: Ο Θεός είναι ταπεινός, ο Θεός είναι τρυφερός, ο Θεός είναι κρυμμένος, πλησιάζει κοντά μας κατοικώντας στην κανονικότητα της καθημερινής μας ζωής. Και τότε, συμβαίνει σ’ εμάς, όπως και στους συγχωριανούς του Ιησού, κινδυνεύουμε, όταν περνάει, να μην τον αναγνωρίσουμε. Επαναλαμβάνω την όμορφη φράση του Ιερού Αυγουστίνου: «Φοβάμαι τον Θεό, τον Κύριο, όταν περνάει» Αλλά, Αυγουστίνε, γιατί φοβάσαι; «Φοβάμαι να μην τον αναγνωρίσω. Φοβάμαι τον Κύριο όταν περνάει. Timeo Dominum transeuntem». Δεν τον αναγνωρίζουμε, σκανδαλιζόμαστε γι’ Αυτόν. Ας σκεφτούμε πώς είναι η καρδιά μας σε σχέση με αυτήν την πραγματικότητα.
Τώρα, στην προσευχή, ας ζητήσουμε από την Παναγία, η οποία αποδέχτηκε το μυστήριο του Θεού στην καθημερινή ζωή της Ναζαρέτ, να έχουμε καρδιές απαλλαγμένες από τις προκαταλήψεις και να έχουμε μάτια ανοιχτά στην έκπληξη και το δέος: «Κύριε, είθε να σε συναντήσω!». Και όταν συναντάμε τον Κύριο, υπάρχει αυτό το δέος. Τον συναντάμε στην κανονικότητα: να έχουμε, λοιπόν, μάτια ανοιχτά στις εκπλήξεις του Θεού, στην ταπεινή και κρυμμένη στην καθημερινή ζωή μας παρουσία Του.
Μετάφραση: π.Λ